Αναζητώντας το «Όλοι μαζί» μέσα από την παράδοση!
Πολυφωνικό Ηπειρώτικο και Χαονία.
Συνέντευξη του Αλέξανδρου Λαμπρίδη στη «ΣΑΦ/εαακ στο Μουσικό»
Πλέον, η
παραδοσιακή μουσική, κατεβαίνει από το σκονισμένο της ράφι και επιδιώκει να
αποκτήσει το σύγχρονό της ρόλο, ειδικά στους κόλπους της νεολαίας. Όλο και
περισσότεροι νέοι επιλέγουν να μάθουν κάποιο παραδοσιακό όργανο (λύρα,
τσαμπούνα, κανονάκι κ.α.), ενώ η παραδοσιακή μουσική έχει την τιμητική της σε
πολλές νεολαιίστικες συνάξεις.
Ενώ η Χρυσή Αυγή
καπηλεύεται ό,τι έχει γεννηθεί στον Ελλαδικό χώρο, η προοδευτική νεολαία
επιλέγει να εκφραστεί από το ρεμπέτικο, το ηπειρώτικο, τα κρητικά κ.α. Πολλοί καλλιτεχνές
στους οποίους αναφέρονται μεγάλο κομμάτι των νέων σήμερα, Αγγελάκας, Θαν.
Παπακωνσταντίνου, Χαρούλης, Χαίνηδες, Χειμερινοί Κολυμβητές κ.α., βρίσκονται σε
έναν ενεργητικό διάλογο με την παράδοση και δανείζονται στοιχεία από αυτή.
Επειδή η παράδοση
έχει ως γονιδιακό στοιχείο τη συλλογικότητα, τη συνδημιουργία, την έκφραση του
βαθύτερου θυμικού μας, θεωρούμε ότι μπορεί να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στις
δύσκολες εποχές που περνάει ο τόπος. Για να μην ξαναμπεί λοιπόν η παραδοσιακή
μουσική στο σεντούκι της ιστορίας και βρωμίσει ναφθαλίνη, αλλά και για να μην
τη χαρίσουμε σε εθνικιστικές αντιλήψεις επιλέγουμε να ασχοληθούμε μαζί,
αναδεικνύοντάς την. Εγκαινιάζουμε λοιπόν το αφιέρωμά μας αυτό με μια συνέντευξη
από τον Αλέξανδρο Λαμπρίδη, μέλος και ψυχή του πολυφωνικού σχήματος «Χαονία».
Μία πρώτη ερώτηση: Γιατί πολυφωνικό και
γιατί ηπειρώτικο; Και πείτε μας παράλληλα λίγα λόγια για την ομάδα Χαονία και
το Πολυφωνικό σας καραβάνι.
Πολυφωνικό,
γιατί είναι μια από τις πιο αρχετυπικές μουσικές παραδόσεις, απ τα ελάχιστα
εναπομείναντα, τόσο παλαιά ζωντανά τεκμήρια του μουσικού πολιτισμού
παγκόσμια. Και το απέριττο της φόρμας και ο φωνητικός της χαρακτήρας μας παραπέμπουν
σε μία αρχετυπική και ριζιμιά έκφραση.Ηπειρώτικο, μια από τις σημαντικότερες μορφές λαϊκής πολυφωνίας
στον κόσμο.Γιατί
πρόκειται
για ένα από τα πλέον εξελιγμένα είδη ως τετράφωνη
πολυφωνία. Και ακριβώς επειδή διασώζει στα καθημάς τις ανημίτονες
πεντατονικές κλίμακες είναι και ένα τεκμήριο, σύμφωνα με κάποιους
ερευνητές,
της σχέσης της με τη δώρια αρμονία. Κυρίως όμως, και πολυφωνικό και
Ηπειρώτικο, γιατί, παρότι που είναι τόσο παλιά μουσική παράδοση,
πρεσβεύει ένα πολύ σύγχρονο
αξιακό περιεχόμενο. Πρεσβεύει τη συλλογικότητα στο ήθος, την έκφραση, τη
νοοτροπία, αυτά που κατά τη γνώμη μας, καθιστούν μία τόσο παλιά
παράδοση, τόσο
σύγχρονη. Την ανασύρουν από τη μνήμη για να την επαναφέρουν
σαν σημερινό αίτημα. Σήμερα που αναζητάμε το όλοι μαζί,
τώρα, στις συνθήκες της κρίσης που δεν έχουμε παρά ο ένας τον άλλον, στο
πολυφωνικό τραγούδι, αυτό βρίσκει την έκφρασή του και σε επίπεδο
έρμηνείας. Δεν
υπάρχει πολυφωνικό τραγούδι σε ατομική βάση. Σε εποχές εξατομίκευσης και
κατακερματισμού, το πολυφωνικό τραγούδι είναι αυτό που πρεσβεύει, τη
συλλογικότητα και στη νοοτροπία, όχι μόνο στην ερμηνεία, και αυτό είναι
κάτι το
πολύ σημαντικό, το οποίο το διαφοροποιεί από μια σειρά εκφράσεις του
μουσικού πολιτισμού.
Το πολυφωνικό σύνολο «Χαονία» έτσι ξεκίνησε, σαν μια έκφραση μιας
συλλογικότητας, μιας παρέας, που έψαχνε μαζί να τραγουδήσει, μαζί να
ταξιδέψει,
σαν αφορμή για ταξίδι. Και ήδη κλείνει 17 χρόνια αυτό το ταξίδι και ο
πρώτος
καρπός και μεγάλος σταθμός εκείνου του ταξιδιού ήταν το Πολυφωνικό
Καραβάνι, που φέτος κλείνει τα 15 του χρόνια. Ξεκίνησε
το ’99 από δυο μόνο περιοχές στην παραμεθώρια Ήπειρο και τώρα πια
αγκαλιάζει
στο διάβα του όλη την απόσταση που χωρίζει την καρδιά των Βαλκανίων, τη
Φιλλιπούπολη
της Βουλγαρίας, με την καρδιά των Βαλκανίων, τη Σικελία. 15 μέρες κάθε
χρόνο,
με πολυφωνικά σχήματα και ομίλους από επτά χώρες και με πολλά περάσματα
συνόρων, ακόμα και σε περιοχές διασυνοριακά δύσβατες, εμείς επιμέναμε να
ανοίγουμε σύνορα.
...παρότι που είναι τόσο παλιές
μουσικές παραδόσεις, πρεσβεύουν ένα πολύ σύγχρονο αξιακό περιεχόμενο.
Πρεσβεύουν τη συλλογικότητα στο ήθος, την έκφραση, τη νοοτροπία...
Σε
εποχές που κάποιοι καλλιεργούσαν την ξενοφοβία, τον ρατσισμό, τον εθνικισμό,
ιδιαίτερα στις παραμεθώριες περιοχές της Ελλάδας και ιδιαίτερα στην Ήπειρο,
εμείς επιμέναμε να φέρνουμε Αλβανούς εκεί που κάποιοι
τους κυνηγούσαν και να αποδεικνύουμε ότι οι γέφυρες του πολιτισμού είναι πολύ
πιο παλιές από τις σύγχρονες παραχαράξεις του λαϊκού
πολιτισμού και τις περιχαράξεις των συνόρων. Και από την άλλη, το Κόσσοβο. Όταν
εκεί Αλβανοί και Σέρβοι βρίσκονταν ακόμη σε εμπόλεμη κατάσταση, εμείς επιμέναμε
να φέρνουμε Σέρβους και Αλβανούς για να τραγουδήσουν μαζί σε κοινές συναυλίες.
Το Πολυφωνικό Καραβάνι ήταν το πρώτο που τα κατάφερε εκείνα τα χρόνια.
Πολυφωνικό Καραβάνι λοιπόν γιατί; Γιατί
πέρα από το αντικείμενό του, το πολυφωνικό τραγούδι είναι πολυφωνικό και στις
δράσεις του, στους τρόπους του. Δεν είναι απλά περιοδεύουσες συναυλίες, είναι
μια σειρά δράσεων – συλλογικές επιτόπες καταγραφές, σεμινάρια, προβολές,
παρουσιάσεις, περιήγηση, περιοδεύουσα ελεύθερη κατασκήνωση - που προσπαθούνε να
κοινωνήσουν ό,τι έχει απομείνει ζωντανό από την αυθεντική ερμηνεία, να το
μεταλαμπαδεύσουν σε νέους ανθρώπους, να τους μυήσουν και να αναζητήσουν σε αυτούς τους ιχνηλάτες του
μέλλοντος. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό και σε μεγάλο βαθμό το έχουμε καταφέρει. Δηλαδή, στα
15 αυτά χρόνια, συνταξιδεύουν πολλοί άνθρωποι,
νέοι, δίχως όρους καταγωγής, αλλά με κοινό τόπο το ρίγος του πολυφωνικού
τραγουδιού, το μονάκριβο ανατρίχιασμα, που
εκφράζονται μέσα από αυτό και το αναζητούν.
...το πιο συγκενές πεδίο της παράδοσης στο σύγχρονο κόσμο
είναι ακριβώς αυτός ο κόσμος που αναζητά το «όλοι μαζί», από την πλατεία μέχρι
οτιδήποτε άλλο...
Και εμείς ως ακροατές να ξέρετε ότι το
βιώνουμε.
Έχετε πει στην εκπομή «το Αλάτι της
γης», ότι επιδιώκετε, «το ηπειρώτικο τραγούδι να ανακτήσει το σύγχρονο αξιακό
του περιεχόμενο. Το οποίο μιλάει για το «όλοι μαζί», την αξία της
συλλογικότητας, στην έκφραση, το ήθος, τη νοοτροπία, τη δημιουργία.» Κάτι το
οποίο το συναντάμε εκ νέου σήμερα, ειδικά τα τελευταία «μνημονιακά» χρόνια,
στις πλατείες, όπου νεανικές παρέες μαζεύονται με μια κιθάρα και ένα
ακκορντεόν, μέχρι και στα κουτούκια τα οποία κατακλύζονται πλέον από μικρά
σχήματα με έμφαση στο παραδοσιακό και το ρεμπέτικο, χωρίς μικρόφωνα και
απόσταση από τον κόσμο, κάνοντας όλους τους θαμόνες μια «παρέα». Συμφωνείτε με
αυτή τη σύγκριση; Τελικά, η μουσική μπορεί να συγκροτήσει εκείνο το κοινωνικό
κύτταρο στο οποίο βρίσκεται η «ελπίδα»;
Ο
κοινός τόπος ανάμεσα σε αυτό που συμβαίνει σε πλατείες και σε στέκια, με
αδιαμεσολάβητα, ατόφια γλέντια - που δεν τα
καθηλώνουν και δεν περιορίζουν την παράδοση σε όρους αναπαράστασης, αλλά την
κοινωνούν με ένα πηγαίο, άμεσο τρόπο,: δεν είναι
το σχήμα της παράδοσης α;λλά η κοινωνία της. Είναι το ότι υπάρχει η παράδοση
βιώνεται μέσα από κοινότητες. Μέσα εκεί επιβίωσε το δημοτικό τραγούδι όσο ακόμα
υπήρχαν κοινότητες, κοινωνικές συλλογικότητες. Σήμερα,
όλες αυτές οι συλλογικές απόπειρες που ξεφυτρώνουν σε επίπεδο γειτονιάς,
παράδειγμα: η «Λαμπηδόνα» στο Βύρωνα – δεν το κρίνω, το αναφέρω απλά ως
παράδειγμα- μέχρι τις Τσαμπουνοσυνάξεις στις οποίες μαζεύονται εκατοντάδες
άνθρωποι δίχως όρους καταγωγής, κάθε καλοκαιρι και
σε άλλο νησί στο Αιγαίο ή εδώ στην Αθήνα, ή μέχρι τον Κλείδωνα στην Καισαριανή
παλιότερα και τώρα στον Κολωνό, όλες αυτές είναι απόπειρες μικρών κοινοτήτων.
Κοινότητες
που σιγά σιγά, σπερματικά, στήνονται γύρω από κοινούς τόπους. Είτε ευαισθησίας,
είτε αναζήτησης, είτε έκφρασης, είτε αγώνα. Με αυτή την έννοια το πιο συγγενές πεδίο της παράδοσης στο σύγχρονο κόσμο είναι ακριβώς αυτός ο κόσμος που αναζητά το «όλοι μαζί»,
από τα ξέφωτα των πόλεων – τις πλαιτείες - μέχρι οπουδήποτε
αλλού. Και ο αγωγός είναι αμφίδρομος, το ένα παίρνει από το άλλο. Και ειναι πολύ
σημαντικό όπου προσπάθειες που έχουν ως σημείο αναφοράς την παραδοσιακή μουσική
έρχονται σε επαφή με ό,τι συμβαίνει σε επίπεδο κοινωνικής συλλογικότητας. Γιατί
και οι ίδιες παίρνουν απο εκεί. Και οι ίδιες σε ένα βαθμό απογαλακτίζονται από
ένα σχήμα που επιτάσσει συγκεκριμένους όρους διάθεσης της παραδοσιακής μουσικής σήμερα, που τη
νμουσειοποιεί – και προφανώς δεν εννοώ το Μουσείο Λαϊκών Οργάνων - και κυρίως την περικλείει σε συσκευασίες
αναπαράστασης αγοραίου φολκλόρ. Στο αντίποδα
τέτοιων προκρούστειων πρακτικών έχουμε αρκετά ελπιδοφόρα δείγματα γραφής πια.
Για παράδειγμα, οι τηλεοπτικές εκπομπές «Αλάτι της Γης», «Ελλήνων Δρώμενα», «Φωταψίες
της Άλλης Όχθης» με την επιμονή ανάδειξης της
παράδοσης σε σχέση με την καθημερινότητα των ανθρώπων, από τα ρούχα που φορούν
ως τους χώρους όπου γλεντούν. Δίνουμε έναν ολόκληρο αγώνα για τους όρους
επιβίωσης της παραδοσιακής μουσικής που έχουν τελικά άμεσα να κάνουν με το
περιεχόμενό της και τη δυνατότητά της να υπάρξει σαν τέτοια και όχι σαν ένα
στείρο σχήμα παράδοσης. Η ώσμωση που υπάρχει
ανάμεσα σε αυτό που συμβαίνει σε πλατείες, γειτονιές και σε επίπεδο έκφρασης,
ειδικά στο χώρο της παραδοσιακής μουσικής, είναι πολύ αναγκαία
αμφίδρομα.
Ποιος νομίζετε ότι είναι ο ρόλος σας; Να
αναβιώνετε μια ξεχασμένη παράδοση, να βρίσκεστε μέσα στην παράδοση, ή να
γεννάτε μια καινούρια; Και τι εννοώ: Στόχος σας είναι η δουλειά σας να έχει μια
εθνομουσικολογική υφή, καταγράφοντας, ταξινομόντας και διαδίδοντας ένα
μουσειακό, ξεχασμένο και άψυχο είδος, ή να το αναβιώσετε δίνοντάς του μια
συγχρονική υπόσταση; Είστε δηλαδή ένα «φωνητικό μουσείο» ή κάτι άλλο;
Η
υπόθεση της διάσωσης είναι υπόθεση της ίδιας της κοινωνίας. Όσο και να
καταγράψεις, να ερευνήσεις, να διαδόσεις, αν πάψει να υπάρχει η κοινωνική δομή
η οποία μπορεί να δίνει βάση επιβίωσης σε ένα
μουσικό είδος, το οποίο θέλει έτσι και αλλιώς κοινωνικώ χώρο για να υπάρξει,
αυτό δεν μπορεί να διασωθεί. Δε φτάνουν αυτά. Το σίγουρο είναι ότι κάθε
προσπάθεια στο χώρο μας, και ιδιαίτερα στο
πολυφωνικό τραγούδι - που είναι μια παράδοση σχετικά λίγο καταγεγγραμμένη σε
σχέση με το φορτίο της και σε οριακή στιγμή σε σχέση για την επιβίωσή της - αν
θέλει να έχει μια προβολή προς το μέλλον δεν μπορεί να παρακάμψει την έρευνα και
την καταγραφή αλλά κυρίως με αυτά να τροφοδοτήσει τη διάδοση. Δεν είναι
ζητούμενο η αναβίωση, για μας, ζητούμενο είναι η βίωση. Δε θα μπορέσουμε να
ξαναζήσουμε ούτε σα βλάχα που πλένει στο ποτάμι, ούτε θα φύγουμε για την
ξενιτιά με τον κυραντζή. Αλλά έχουμε τις δικές μας ξενιτιές και εδώ που ζούμε
ακόμα, έχουμε το δικό μας πόνο, που κοινωνεί με τον πόνο των τραγουδιών. Και
για μας πάντα ζητούμενο είναι το πως αυτά τα οποία πρεσβεύει το τραγούδι
μπορούν να αγγίξουν τα δικά μας. Ειδάλλως, η αναπαράστασή του είναι μια υπόθεση
την οποια έχουμε ζήσει και εμείς στην εμπειρία μας τα πρώτα χρόνια, είναι μια
περιορισμένη σε συνέχεια προσπάθεια, η οποια γρήγορα φτάνει στον κορεσμό. Ούτε στείρα αναπαράσταση, ούτε δήθεν αναβίωση, το συλλογικό ζητούμενο
είναι να βιώσουμε με τον τρόπο μας την παράδοση, να σμίξουμε την αλήθεια της με τη δική μας αλήθεια..
Το επιτυγχάνετε;
Ναι,
αυτό είναι το πολύ ωραίο. Βλέπουμε παιδιά από διαφορετικές γενιές, καταγωγές,
άλλους όρους στην προσέγγιση της παράδοσης να
μπορούν να αναρριγούν με το πολυφωνικό τραγούδι, να εκφράζονται μέσα από αυτό, να το αναζητούν. Και αυτό συμβαίνει σήμερα
ακόμα παραπάνω. Ενώ διδάσκω στο Μουσείο Λαϊκών Οργάνων
τα τελευταία 17 χρόνια, μου κάνει
εντύπωση ότι τον τελευταίο χρόνο, σε συνθήκες κρίσης, έρχονται όλο και
περισσότεροι άνθρωποι, μερικοί μάλιστα παλαιότεροι συνταξιδιώτες μας, οι
οποίοι είχαν 7-8 χρόνια να τραγουδήσουν. Το αναζητούν. Και κουβεντιάζοντας μαζί
τους, για τους λόγους της επιστροφής τους τους προσδιορίζουν πολύ απλά στο ότι
εδώ νιώθουμε το «όλοι μαζί». Και αυτό είναι μεγάλη υπόθεση.
Όσον αφορά την παραδοσιακή μουσική, και
ειδικά το είδος με το οποίο εσείς ασχολείστε, πιστεύετε ότι πρέπει να
αναπαράγεται στην «αυθεντική» του εκδοχή ή επιδέχεται νεωτερικών προσεγγίσεων;
Παράδειγμα, ο Γ. Αγγελάκας, σε ένα καινούριο του κομμάτι, το Σαράβαλο,
χρησιμοποιεί το πολυφωνικό σχήμα Διώνη. Ποια είναι η γνώμη σας;
Το πολυφωνικό σχήμα ΔΙΩΝΗ,
Ηπειρώτισσες που ζουν στη Θεσσαλονίκη, συμμετείχαν και στη μουσική που έκανε ο
Γ. Αγγελάκας για την ταινία του Παντελή Βουλγαρη «Ψυχή Βαθιά» με φωνητικούς
αυτοσχεδιασμούς. Στη Θεσσαλονίκη δραστηριοποιείται και
ένα άλλο εξαίρετο γυναικείο πολυφωνικό σχήμα, οι ΠΛΕΙΑΔΕΣ, με τις δικές του
αναζητήσεις, Σε συνθήκες όχι πολυφωνικού σχήματος αλλά Εργαστηρίου
Πολυφωνίας – αυτό δηλαδή που κάνουμε εδώ στο Μουσείο Λαϊκών Οργάνων, είναι να προσπαθούμε
είναι αρχικά μάλλον να εξοικειωθούμε με την απαιτητικότητα και την αυστηρότητα
της φόρμας, για να μπορέσουμε μετά, στον βαθμό που μπορούμε, να απελευθερωθούμε στη σχέση μας μαζί της.
...εμένα με ενδιαφέρει πάρα πολύ να
ακούσω μια μαντινάδα και ας έχει μέσα στίχους ακόμα και για κινητά τηλέφωνα...
Σαν
πολυφωνικό σύνολο «Χαονία», από την άλλη, έχουμε, αρκετά νωρίτερα από άλλους,
αυτοσχεδιάσει σε δρόμους δημιουργικής πολυφωνίας, δισκογραφώντας μάλιστα σε ένα
δίσκο των Χαϊνηδων, τον «Γητευτή και το Δρακοδόντι». Εκεί, αξιοποιώντας ως βάση
μια πολυφωνική φόρμα, μελοποιήσαμε στίχους του Δημήτρη Αποστολάκη ενώ
αποτυπώσαμε κι ένα δείγμα πολυφωνικού αυτοσχεδιασμού. Ανάλογες
απόπειρες δημιουργικού αυτοσχεδιασμού πληθαίνουν στις εμφανίσεις μας με τα
χρόνια. Ένα όνειρό μας είναι μπορέσουμε
να εκφραστούμε και με τραγούδια τα οποία θα δημιουργηθούν τώρα. Όμως για να
φτάσουμε εκεί, και αυτό να μην είναι άσχετο με το πολυφωνικό τραγούδι, θέλει
μια πάρα πολύ μεγάλη εξοικείωση με τη φόρμα του πολυφωνικού τραγουδιού. Θέλει
μία σεμνή μαθητεία. Γιατί υπάρχει και η λογική, η οποία συχνά συγχέει το έθνικ
με την παραδοσιακή μουσική και τα βάζει όλα μέσα σε ένα σέικερ, το λέω σκληρά, με μόνο ζητούμενο να «πειράξουμε», με το, τελικά, εγωιστικό
ήθος της παραλαβής και όχι της παράδοσης, ό,τι μας έφτασε ως εδώ. Όχι.
Να πάρει από την οσμή μας, να πάρει από την αφή μας, να πάρει απ το βλέμμα μας,
να πάρει από όλα μας, να γίνει δικό μας, αλλά αυτό να κρατάει το ήθος, όχι με
τη συντηρητική έννοια, του τρόπου. Στην Ήπειρο, η κυρά
Φρόσω, μια, μεγάλη μορφή του πολυφωνικού τραγουδιού, το έλεγε «πρεπιά».
Το «πρέπος» του πολυφωνικού τραγουδιού. Αν το πρέπος του τραγουδιού υπάρχει,
είναι ζητούμενο για όλους όσοι ασχολούμαστε με το πολυφωνικό τραγούδι πολλά
χρόνια, όχι από μια άποψη αναπαράστασης, αλλα για να το ζήσουμε και να το
κοινωνήσουμε σε άλλους, να καταφέρουμε να πάμε το τραγούδι παραπέρα. Πιο γενικά
κι ίσως λιγάκι σχηματικά, με ενδιαφέρει πολύ να ακούσω μια σύγχρονη μαντινάδα
και ας έχει μέσα στίχους ακόμα και για κινητά τηλέφωνα. Αρκεί να καταλάβω ότι ο
άνθρωπος που την τραγουδάει έχει ζωντανή σχέση με την παράδοση, όχι βέβαια μόνο
με τον τρόπο της αλλά και με το συλλογικό της ήθος. Δείτε ένα παράδειγμα: Για
όσους ασχολούμαστε με την παράδοση, η Όλυμπος Καρπάθου,
είναι σημείο αναφοράς, γιατί εκεί η μαντινάδα για να υπάρξει, είναι προϋπόθεση
να είναι αυτοσχέδια εκείνη τη στιγμή. Δεν επαναλαμβάνεται. Έτσι η αυτοσχέδια
λαϊκή ποιητική είναι μέρος της ζωντανής συλλογικής έκφρασης. Αυτό είναι ένα
σημαντικό δείγμα της ζωντανής παράδοσης, υπογραμμίζοντας την έκφραση της
παράδοσης σε χρόνο ενεστώτα. Όχι ο μυρηκασμός κάποιων
παρελθόντων που αντικειμενικά δεν μπορείς ούτε να τα αναβιώσεις αλλά ούτε και
να τα βιώσεις πια.
Με την άνοδο της Χ.Α. παρατηρούμε μια
νέα «εθνική έπαρση», μια αναβίωση του «εθνικού φρονήματος». Κατ’ εμέ, σε μια
κιτς, κακόγουστη εκδοχή, η οποία πατάει σε μία αφηρημένη, ανιστόριτη και
υπεροπτική εκδοχή του «ελληνισμού» καταλήγοντας σε μια επικίνδυνη
πατριδοκαπηλία. Στο ταξίδι σας αυτό πόσο μακριά είστε από τα «χάρτινα
σημαιάκια» και τις «πλισέ φουστανέλες»; Τελικά, η ενασχόληση με την παράδοση και
ο εθνικισμός είναι ή όχι συγκοινωνούντα δοχεία;
Η
παράδοση έχει ταλαιπωρηθεί πάρα πολύ ιστορικά και ειδικά στην Ελλάδα από την
επένδυσή της με κάθε μορφής εθνικισμούς. Να μην
ξεχάσουμε ότι ολόκληρες γενιές στην εποχή της δικτατορίας απωθήθηκαν από την
παράδοση ακριβώς γιατί είχε ταυτιστεί με τα καλαματιανά
και τα τσάμικα των συνταγματαρχών, μέσα από τη διαμόρφωση κοινωνικής συνείδησης
από τα πρώτα χρόνια της Κρατικής Τηλεόρασης. Αν δεν υπήρχαν περιπτώσεις
οι οποίες λειτούργησαν καταλυτικά στην επαφή της
τότε γενιάς αμφισβήτησης με την παράδοση θα είχε τραυματιστεί και θα είχε
υπήρχε ασυνέχεια στο σώμα της δικής μας μουσικής.
Αν δεν
υπήρχαν δηλαδή ο Διονύσης Σαββόπουλος που έπαιξε ρόλο καταλύτη, η Δόμνα Σαμίου,
ο Τάσος Χαλκιάς, ο Νίκος Ξυλούρης, η Μαρίζα Κωχ, μορφές τέτοιες που μπόρεσαν να
ωσμώσουν το πνεύμα της αμφισβήτησης της εποχής
με το σώμα της παράδοσης. Αυτή η διαπάλη των ιδεών στην παράδοση είναι διαρκής
και ταλανίζει με το δικό της τρόπο κάθε φορά.
Ας
πούμε, στο Ηπειρώτικο Πολυφωνικό Τραγούδι έχουμε
ταλαιπωρηθεί αρκετά από τις εθνικιστικές
αντιλήψεις
και εντός και εκτός των συνόρων. Από τη μια μεριά κάποιοι επέμεναν για μια δήθεν μονογέννεση της παγκόσμιας πολυφωνίας
σε κάποιο βουνό στην Ήπειρο, πράγμα που φυσικά ούτε
τεκμαίρεται ούτε και ισχύει, και από την άλλη πλευρά των συνόρων, στην Αλβανία,
κάποιοι δήθεν ταγοί της παγκόσμιας
πολυφωνίας, θεωρούν ότι εμείς είμαστε οι μεταπράτες, εισαγωγείς του δικού τους
τραγουδιού αντιγράφοντας ένα δήθεν εθνικό τους τραγούδι. Το καραβάνι και
όλη μας η προσέγγιση ειδικά στο πολυφωνικό τραγούδι είναι ακριβώς στη λογική
της ιχνηλασίας πάνω στις γέφυρες που σμίγουν τους λαϊκούς πολιτισμούς πέρα από
τα σύνορα όχι μόνο τα κρατικά αλλά και των αντιλήψεων και των ιδεολογημάτων. Οι
εθνικιστικές αντιλήψεις σε μεγάλο βαθμό έπονται των παραδόσεων αυτών. Και πολύ
περισσότερο οι κρατικές περιχαράξεις και οι αναφορές των εθνικών πολιτισμών σε
κρατικούς πολιτισμούς. Η αλήθεια είναι ότι η παράδοση είναι διαχρονικά πρόσφορος χώρος για να επενδύουν οι
εθνικιστές, πόσο μάλλον σήμερα. Εγώ βρέθηκα σε εξαιρετικά αμήχανη θέση όταν
κατέθετα φέτος εκ μέρους της Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας
Ελλάδας, όπου εκλέγομαι ως Έφορος Πολιτισμού, στεφάνι στο Σούλι. Και
ξαφνικά έρχεται υποψήφιος της Χρυσής Αυγής για να μου δώσει συγχαρητήρια για
την προσπάθεια που κάνω στην παράδοση, με το Πολυφωνικό Καραβάνι, τις
ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές στον 902.. Ο χώρος αυτός, προσπαθεί να ιδιοποιηθεί
και την παράδοση. Ευτυχώς δεν έχει βρει ανθρώπους ενεργούς στο χώρο μας που να
παίξουν ακόμα τέτοιο ρόλο. Η αλήθεια είναι όμως ότι πρόκειται
για ένα χώρο που ποντάρει σε αντανακλαστικά καλλιεργημένα για χρόνια από τον
κυρίαρχο πολιτισμό και την κυρίαρχη αντίληψη για την παράδοση, και που
καλλιεργεί στο υπογάστριο του εθνικισμού ένα προνομιακό χώρο επέλασης του
νεοφασιστικού τερατουργήματος, της «Χ.Α.». Όμως, η ίδια η κοινωνική φύση της
παράδοσης είναι και το μεγάλο της ανάχωμα απέναντι σε εκείνους που στρέφονται
ενάντια στην ίδια την κοινωνία.
Γι αυτό πρέπει να μην την αποποιούμαστε
αλλά να επενδύουμε στην παράδοση.
Η
παράδοση είναι του λαού μας, είίναι λαϊκή παράδοση, η γνώση της είναι στοιχείο
της συλλογικής αυτογνωσίας Ένας διάλογος δεκαετιών διακρίνει τη λαϊκότητα από
την εθνικότητα στο χώρο του λαϊκού πολιτισμού. Και εδώ μιλάμε για παραδόσεις οι
οποίες προηγούνται πολύ του ιστορικού εθνικού προσδιορισμού. Και σε αυτό, το
πολυφωνικό τραγούδι είναι ενδεικτικό λόγω της παλαιότητάς του. Είναι ένας χώρος που δεν αντέχει σε κτητικότητες έτσι και
αλλιώς, προϋποθέτει ακριβώς την κοινοκτημοσύνη του, τη δοτικότητά του. Το
πολυφωνικό τραγούδι είναι, κατά κάποιο τρόπο, το αγριολούλουδο του λαϊκού
πολιτισμού. Επιβίωσε δίπλα και πέρα από τα σύνορα, σε περιοχές της γεωγραφικής απομόνωσης
και της κοινωνικής περιθωριοποίησης, διέσωσε και σχεδόν ανομολόγητες θεματικές
δυσεύρετες στο σώμα της όλης παράδοσης, επέδειξε μια σπάνια ανθεκτικότητα στην
αποσιώπηση χρόνων για να φτάνει σήμερα να ανοίγει σαν ένα πολιτιστικό
διαβατήριο αδιάβατα σύνορα, ανάμεσα στα κράτη αλλά και ανάμεσα στους ανθρώπους.
Η πολυφωνική παράδοση, λοιπόν, δεν χρειάζεται καμία επένδυση αλλά διαφύλαξη της
συλλογικής της κληρονομιάς και της δοτικής της νοοτροπίας.
Φαντάζομαι ότι και η επαφή της ελληνικής
παράδοσης με άλλους πολιτισμούς οι οποίοι είναι «εχθρικοί» ως προς τους
εθνικιστές, πχ ο Τούρκικος, ο Αλβανικός, ο Βουλγάρικος κ.α., είναι κάτι το
οποίο δεν μπορούν να αποδεχτούν οι εθνικιστές άρα να την υιοθετήσουν ολόπλευρα.
Αυτή
ακριβώς είναι και η λογική του πολυφωνικού καραβανιού. Ότι δηλαδή είναι μια
υπερόρια παράδοση, δηλαδή ξεπερνάει τα όρια. Είανι το μονοπάτι που μας ενώνει.
Αυτό.. το ξεπέρασμα των συνόρων.
...Δεν
είναι ζητούμενο η αναβίωση, για μας, ζητούμενο είναι η βίωση...
Η πολιτεία στέκεται αρωγός στην
προσπάθειά σας; Και στους καιρούς της κρίσης πρακτικά πως τα βγάζετε πέρα;
Είναι
πολύ τραυματική η σχέση με το υπουργείο, το λεγόμενο κάποτε «πολιτισμού», το
οποίο σήμερα ούτε καν έτσι λέγεται. Και επειδή έχουν κάποια σημασία τα ονόματα,
μόλις χθες συζητούσα, με αφορμή μια συναυλία που διοργανώνεται
την Τρίτη 02/04 στην πλατεία Κλαυθμώνος, για τη μετονομασία της διεύθυνσης της
νεώτερης πολιτιστικής κληρονομιάς σε διεύθυνση νεώτερου πολιτιστικού
αποθέματος. Παλιά λεγόταν λαϊκής παράδοσης, μετά έγινε πολιτιστική κληρονομιά
και τώρα πολιτιστικό απόθεμα. Υπάρχει μία αντίληψη που υποδηλώνεται
με τις αλλαγές αυτές στην ονοματοδοσία. Η
πολιτεία είναι απούσα. Όχι μόνο την εποχή της κρίσης, πολύ πριν από αυτή. Οι
προσπάθειες ζωντανής παράδοσης σε όλη την Ελλάδα δεν χωράνε στις προθήκες ούτε
του «μεγαροποιημένου» πολιτισμού ούτε του «φεστιβαλιζόμενου» πολιτισμού. Δεν
μπορούν να επενδύσουν εκεί γιατί είναι πολύ μακριά από τα δικά τους «θέλω». Είναι
προσπάθειες οι οποίες είναι γατζωμένες κυριολεκτικά στην άγονη γραμμή είτε του
Αιγαίου είτε την παραμεθόρια Ελλάδα. Εκεί
δυστυχώς η πολιτεία δεν έφτασε ποτέ. Η κρίση όλο αυτό ήρθε και το αποτέλειωσε.
Δηλαδή και πάγιες ανάγκες φορέων που η ίδια δημιούργησε και στήριξε δυστυχώς
δεν τις καλύπτει. Με αποτέλεσμα, πολλές μάχιμες προσπάθειες να εκτίθενται σε
ρίσκα και κινδύνους δυσανάλογους με οποιαδήποτε προοπτική στο έργο τους. Η
αλήθεια είναι ότι η πολιτεία, αν προσδιορίζεται ως Υπουργείο Πολιτισμού, στην
πολιτιστική κληρονομιά είναι δυστυχώς εκκωφαντικά απούσα, ολοένα και περισσότερο.
Αυτό είναι τραγικό στις μέρες μας ειδικά.
Από την άλλη, οι τοπικές κοινωνίες, όπως εκφράζονται μέσα από την Τοπική
Αυτοδιοίκηση, ακριβώς επειδή είναι πολύ πιο κοντά αντικειμενικά, όχι υποχρεωτικά
υποκειμενικά, στις τοπική πολιτιστική δημιουργία και την τοπική παράδοση πολλές
φορές προσπάθησαν να αναπληρώσουν την απουσία του
ΥΠ.ΠΟ. δίνοντας στήριξη για να υπάρχουν μια σειρά θεσμοί. Δηλαδή, για
παράδειγμα, οι Παγκυκλαδικές Συναντήσεις Λαϊκών Πνευστών,
που είναι ένας θεσμός λίγο νεώτερος από το πολυφωνικό καραβάνι, αν δεν υπήρχε η
στήριξη της Νομαρχίας Κυκλάδων δε θα συνέβαινε. Το Πολυφωνικό Καραβάνι πολλά
χρόνια στηρίχτηκε στη συμμετοχή των Δήμων και τον νομαρχιών της παραμεθώριας Ηπείρου.
Τώρα όμως οι οικονομικές δυνατότητες τέτοιων φορέων είναι απελπιστικές. Σήμερα εξωθούνται να απολύσουν υπαλλήλους με βάση τις
επιταγές του μνημονίου και της τρόικας. Ο πολιτισμός, σε αυτή τη μάχη, συνήθως
δεν συμπεριλαμβάνεται στη γραμμή άμυνας. Όμως, η λαϊκή μας παράδοση, ακόμα και
σε τέτοιες συνθήκες, δεν παραδίδεται! Γιατί η συνέχειά της δεν είναι τελικά
υπόθεση επιχορηγήσεων αλλά της ίδιας της κοινωνίας.. Αγωνιζόμαστε ενάντια στην
περιφρόνηση της πολιτείας απέναντι στη ζώσα παράδοση, όχι περιοριζόμενοι στην
καταγγελία της πολιτικής του εκάστοτε ΥΠ.ΠΟ. αλλά .δυναμώνοντας την ίδια μας
την κοινωνία. Όλοι μαζί μπορούμε καλύτερα. Χάρη σε αυτή την πολύ απλή αλήθεια
επιβιώνουμε και πορευόμαστε, ακόμα και σήμερα, πολύ περισσότερο σήμερα, που
χωρίς αυτό το όλοι μαζί, είμαστε χαμένοι….
eaak-mousiko.blogspot.gr