22 Απρ 2013

Με αφορμή τη μαύρη επέτειο της 21ης Απριλίου: "Ιστορίες πίσω από τα τραγούδια της εξορίας 1967-1971"



Την περίοδο 1967-1971 αγωνιστές πολιτικοί κρατούμενοι στη Λέρο έγραψαν, μελοποίησαν και τραγούδησαν 16 τραγούδια. Ένα πιστό αντίγραφο της παράνομης ηχογράφησης που έγινε με το κασετόφωνο του Χαρίλαου Φλωράκη στο στρατόπεδο Παρθενίου διασώθηκε. «Η μάνα του παρανόμου», «Ο Νικολός», «Σφύριξε». Ποια ιστορία κουβαλούν; Πως ηχογραφήθηκαν «κάτω από τη μύτη των χωροφυλάκων»; Πως διασώθηκε η κασέτα; Ο άνθρωπος με το ακορντεόν και πολιτικός εξόριστος της Χούντας στη Λέρο, Κυριάκος Υψηλάντης, μιλάει στο tvxs.gr και την Αγγελική Δημοπούλου για την παράνομη μουσική κομπανία της Λέρου.

Από τη Γυάρο στη Λέρο

Είχα πολιτική δράση, ήμουν οργανωμένος στη Νεολαία Λαμπράκη. Με συνέλαβαν μαζί με χιλιάδες άλλους με μόνη κατηγορία τον χαρακτηρισμό «επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια». Μια κατηγορία που ποτέ δεν έφτασε σε κάποιο δικαστήριο. Με αυτή την «κατηγορία» βρέθηκα εκτοπισμένος. Με συνέλαβαν στις 28 Απριλίου, μια εβδομάδα μετά την κήρυξη της Δικτατορίας. Κυριαρχούσε το «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» καθώς και οι δολοφονίες. Την πρώτη ημέρα της δικτατορίας δολοφονήθηκε στο Παναθηναϊκό Στάδιο ο Παναγιώτης Ελής. Στη Θεσσαλονίκη δολοφονείται ο Βασίλης Μπεκροδημήτρης.

Εγώ με τους άλλους συλληφθέντες βρέθηκα στην αρχή στη Γυάρο. Ακολούθησαν συνεχείς μεταγωγές. Μετά βρέθηκα στη Λέρο στο στρατόπεδο του Λακκίου. Μετά στον Ωρωπό, ξανά στη Γυάρο, ξανά στο Λακκί και στο Παρθένι της Λέρου. Όλα αυτά ήταν στρατόπεδα συρματοπλεγμένα. Στρατόπεδα συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων. Από το Πάσχα έως και το Δεκέμβρη του 1971 ήμουν μαζί με άλλους 15 Θεσσαλονικιούς και κανά δυο Πειραιώτες στα Κύθηρα. Σε «ελεύθερη διαβίωση». Δεν μπορούσαμε φυσικά να κινηθούμε σε όλο το νησί παρά μόνο σε περίμετρο ενός ή δυο χιλιομέτρων από το σπίτι που μέναμε. Μας ακολουθούσε πάντα ένας χωροφύλακας.

Στο Λακκί

Στη Λέρο βρισκόμασταν σε ένα στρατόπεδο όπου υπήρχε ένα τετραώροφο κτίριο κατασκευή της Φρειδερίκης ώστε να παρέχονται εκεί τεχνικές γνώσεις σε παιδιά την εποχή μετά τον εμφύλιο. Στο κτίριο αυτό είχαν στοιβαχτεί γύρω στους 1400 – 1600 ανθρώπους. Μέσα σε αυτό το στρατόπεδο αναπτύχθηκαν διάφορες δραστηριότητες για να μπορεί ο κόσμος να επιβιώσει και να γεμίσει το χρόνο του. Όπως είπε ο Τριαντάφυλλος Μηταφίδης «αυτοί προσπαθούσαν να μας αδειάσουν το χρόνο κι εμείς προσπαθούσαμε να τον γεμίσουμε». Οι δραστηριότητες ήταν ποικίλες. Από άσκηση διαφόρων επαγγελμάτων – είχαμε ράφτη, τσαγκάρη, κουρέα, τενεκετζή, μάγειρα, αναρρωτήριο με γιατρούς κρατούμενους και νοσοκόμους – μέχρι αθλητικές δραστηριότητες – ομάδες ποδοσφαίρου ή ομάδες που έπαιζαν σκάκι – και θεατρικές παραστάσεις. Ανεβάσαμε πολλά έργα και Καραγκιόζη. Ίσως χρειάζεται ξεχωριστή συζήτηση για να μιλήσω γι’ αυτά.

Οι μουσικοί της Λέρου

Μεταξύ όλων αυτών υπήρχε και η μουσική δραστηριότητα. Είχαμε και επαγγελματίες μουσικούς. Είχαμε είτε όργανα που μας είχαν στείλει οι δικοί μας ενώ κατασκευάσαμε και αυτοσχέδια έγχορδα όργανα όπως κιθάρες, μπαγλαμάδες και μαντολίνο. Η δυνατότητα να έχουμε όργανα μουσικής ήταν ανάλογη με τα γούστα και τις επιθυμίες των κρατούντων. Όποτε ήθελαν έκαναν έφοδο και τα έπαιρναν. Αυτό γινόταν στο πλαίσιο μιας ψυχολογικής πίεσης ώστε να λυγίσουμε. Ασκούνταν διαφόρων ειδών ψυχολογικές πιέσεις ώστε να υποχρεωθείς να αναγνωρίσεις το καθεστώς ως νόμιμο και σωτήριο. Ταυτόχρονα έπρεπε να αποκηρύξεις και την πολιτική σου ιδεολογία. Να αναγνωρίσεις ότι έκανες λάθος, ότι επανέρχεται στη δική τους «πατριωτική» ιδεολογία. Κάποιοι έκαναν αυτή την υποχώρηση ή παραχώρηση – όπως θέλετε πείτε το - και δεν απολύονταν. Ζητούσαν κι άλλα. Ζητούσαν να καταδώσεις.

Γινόντουσαν διάφορες εκδηλώσεις. Γέμιζε έτσι ο χρόνος και η ζωή μας. Δεν ήταν μόνο ότι ξεχνιόμασταν αναφορικά με το που βρισκόμασταν κάτω από ποιες συνθήκες – γιατί ανά πάσα στιγμή υπήρχε ο φόβος ότι μπορεί να σε έπαιρναν και να σε έστηναν στον τοίχο. Αυτός ο τρόπος ζωής σε ατσάλωνε, σε χαλύβδωνε. Ανέπτυσσες αισιοδοξία κυρίως γιατί μπορούσες να στηριχθείς στο διπλανό σου. Ένας άνθρωπος μόνος του, στην απομόνωση, στο κελί, κάνει πολλές σκέψεις. Είτε αισιόδοξες, είτε απαισιόδοξες. Όταν βρίσκεται με ένα πλήθος μεγάλο, η αισιοδοξία πολλαπλασιάζεται κι όταν είσαι αισιόδοξος αντιμετωπίζεις θαρραλέα τις δύσκολες καταστάσεις.

Υπήρχαν ελατήρια για έμπνευση για τους ανθρώπους που ήταν ικανοί να γράφουν στίχους και να συνθέτουν μουσική πάνω σε αυτούς τους στίχους. Έτσι έγινε με δυο συγκρατουμένους. Ο Νίκος Δαμίγος από τον Πειραιά έγραψε τους στίχους στα 16 τραγούδια. Ο Χρήστος Λουρετζής έγραψε τη μουσική σε 15 από τα τραγούδια. Το 16ο το μελοποίησα εγώ. Είχαμε τη δυνατότητα να παίζουμε αυτά τα τραγούδια στην εξορία όποτε είχαμε τα όργανα στη διάθεσή μας.

Μουσικοί πρωτομάστορες οι Δαμίγος και Λουρετζής

Ο Νίκος Δαμίγος ήταν παλιός κρατούμενος. Ήταν υπάλληλος των σιδηροδρόμων Αθηνών – Πειραιώς και Περιχώρων. Είχε γίνει μια δολοφονία στο χώρο του το 1947. Κατηγορήθηκε ως ο δράστης της δολοφονίας. Πέρασε στρατοδικείο και καταδικάστηκε σε θάνατο παρόλο που η σύζυγος του δολοφονημένου παρέστη ως μάρτυρας και διαβεβαίωσε ότι ο κατηγορούμενος δεν ήταν ο δράστης, γιατί τον είχε δει, χωρίς όμως να ξέρει τα στοιχεία του για να τον καταδώσει. Ωστόσο, ο Νίκος Δαμίγος ήταν οργανωμένος στο ΕΑΜ γι’ αυτό κρίθηκε ότι έπρεπε να καταδικαστεί σε θάνατο. Δεν εκτελέστηκε η ποινή και μετατράπηκε σε ισόβια. Στη συνέχεια η ποινή μετατράπηκε σε 20ετη φυλάκιση και στα 16 χρόνια απολύθηκε από τις φυλακές με τα μέτρα επιείκειας που ξεκίνησαν από το 1962 με την διάλυση του τελευταίου στρατοπέδου εκείνης της εποχής του Άη Στράτη. Στους στίχους του υπάρχει ευαισθησία αλλά και ικανότητα στην καταγραφή των διαφόρων καταστάσεων.

Ο Χρήστος Λουρετζής ήταν κι εκείνος 16χρόνια κρατούμενος. Βγήκε το 1963. Ήταν ένας πολύ καλός μουσικός, κιθαρίστας, ενώ έπαιζε και τέλειο μαντολίνο. Όπως αποδείχτηκε είχε και συνθετικές ικανότητες. Ένας γνωστός ρεμπετολόγος είχε σημειώσει σε κάποιο δίσκο ότι ο Χρήστος Λουρετζής έπαιζε με παλιές κομπανίες, ρεμπέτικες και λαϊκές. Συμμετείχε και ως κιθαρίστας στην κομπανία του Γιάννη Παπαιωάννου. «Αλλά χάθηκε από τη μουσική σκηνή της εποχής» όπως αναφέρεται - εννοεί τα 16 χρόνια που ήταν φυλακισμένος – λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων και των διώξεων που υπέστη. Αυτός ο άνθρωπος έζησε ελεύθερος τέσσερα χρόνια και το 1967 βρέθηκε, χωρίς καμιά κατηγορία, ξανά εκτοπισμένος. Εξάλλου, όσοι βρεθήκαμε στην εξορία αλλά και αυτοί που πέρασαν από στρατοδικεία δεν συνελήφθησαν με όπλα. Ήμασταν υποθετικοί αντίπαλοι που θέλαμε να ανατρέψουμε το καθεστώς.

Το ακορντεόν

Εγώ έπαιζα ακορντεόν. Το έχω ακόμη. Δεν ήταν μάλιστα δικό μου. Ήταν ενός παιδικού μου φίλου με τον οποίο ακόμη είμαστε σύντροφοι. Είχα πριν ένα πολύ μικρό ακορντεόν το οποίο αχρηστεύτηκε όταν με συνέλαβαν. Έτσι παρακάλεσα τον φίλο μου μέσα από την αλληλογραφία που είχα με το σπίτι μου αν μπορούσε να μου στείλει το ακορντεόν. Αυτός προθυμότατα μου το έστειλε και το έχω ακόμη.

Το κασετόφωνο

Η ηχογράφηση αυτών των τραγουδιών έγινε στο στρατόπεδο του Παρθενίου στη Λέρο. Ο Δαμίγος που ήταν παλιός κρατούμενος ζήτησε με φορτικότητα από το Χαρίλαο Φλωράκη το μαγνητόφωνο. Οι κρατούμενοι είχαν τη δυνατότητα να εισάγουν, παράνομα βέβαια, διάφορα απαγορευμένης χρήσης εργαλεία. Στα απαγορευμένα ήταν τα ραδιόφωνα και τα μαγνητόφωνα. Ήταν απαγορευμένα ακόμη και με την ποινή του θανάτου. Μπορούσαν δηλαδή να σε στείλουν στρατοδικείο και να καταδικαστείς σε πολύχρονη φυλάκιση. Στην εξορία δεν υπήρχε χρονικό όριο για την κράτηση. Στο στρατοδικείο μπορεί να έτρωγες μια εικοσάχρονη φυλάκιση ή ισόβια ανάλογα με τα γούστα τους. Τα κασετόφωνο και τα ραδιόφωνα λοιπόν ήταν κρυμμένα και δεν ήξερε κανείς από τους κρατούμενους το που. Δυο ή τρία άτομα ήξεραν μόνο. Πείσθηκε πάντως κάποια στιγμή ο Φλωράκης και παραχώρησε το μαγνητόφωνο.

 
Καλύβα ηχογραφήσεων στο Παρθένι

Το μαγνητόφωνο μεταφέρθηκε σε ένα καλυβάκι που είχα ετοιμάσει μέσα στο σύρμα του στρατοπέδου. Εκεί έγινε η καταγραφή. Ο Λουρετζής έπαιζε μαντολίνο, ο Δαμίγος κιθάρα. Ένας χειριζόταν το μαγνητόφωνο ενώ δυο τρεις κρατούσαν τσίλιες έξω από το καλύβι για την περίπτωση που πλησίαζαν χωροφύλακες και προχωρούσαν σε έρευνα. Στην πρώτη αυτή παράνομη καταγραφή θα ακούσετε ότι σε ένα ή δυο τραγούδια γίνονται διακοπές. Ακούγεται και ο θόρυβος του κουμπιού της συσκευής του μαγνητοφώνου που κλείνει και ανοίγει ξανά. Όταν ανοίγει ακούγεται η συνέχεια της μουσικής. Δεν ξεκινά από την αρχή. Οι μουσικοί συνεχίζουν και παίζουν παρ’ ότι το μαγνητόφωνο κλείνει. Κάποιος έχει ειδοποιήσει: «μαζεύτε το γιατί υπάρχει κίνδυνος». Κάποιος χωροφύλακας έχει πλησιάσει. Υπό αυτές τις συνθήκες, κάτω από πίεση και κάτω από άγχος έγινε η καταγραφή των τραγουδιών. Φόβο, όχι βέβαια μόνο για να μην κατασχεθεί το μαγνητόφωνο αλλά και για να μην υποστούν κάποιοι άνθρωποι τις συνέπειες που δεν ξέρουμε ποιες μπορεί να ήταν. Από μια μεταγωγή σε απομόνωση μέχρι στρατοδικείο που θα μπορούσε να επιβάλλει κάποια πολύ σκληρή ποινή.
 

Ο Νικολός, οι made in USA σφυρίχτρες και ο Διεθνής

Οι κρατούντες δε είχαν την ικανότητα – τη δυνατότητα την είχαν – να ξεψαχνίσουν τόσο καλά τους στίχους και να βγάλουν το συμπέρασμα ότι στρέφονται ενάντια στη Χούντα. Τα περισσότερα τραγούδια είναι μια καταγραφή. Ο Νικολός είναι ένα τραγούδι που περιγράφει πως έφτασε ο Νικολός στη Γυάρο, κάτω από ποιες συνθήκες, τι συναντά εκεί και πως του συμπεριφέρονται:

Μια νυχτιά σκοτάδι πίσσα τον αδειάσανε γιαλό)
αλαφρύς τού πανε νά σαι σου το λέμε για καλό.

Το «αλαφρύς» που πάει; Οι συστάσεις που είχαμε από το κρατητήρια πριν πάμε στους τόπους εξορίας ήταν: «Μην πάρετε πολλά πράγματα μαζί σας. Δεν σας χρειάζονται». Αυτό το καταγράφει ο Δαμίγος. Το τραγούδι αφηγείται πως ο Νικολός φτάνει στην ακροθαλασσιά, πως περιμένει να καταμετρηθεί, πως του δίνουν μια κουραμάνα κι ένα στρώμα αχυρένιο. «Πέρασε φουρτούνες, μπόρες, τελευταία θά ν' αυτή (;)» λέει μετά το τραγούδι. Δεν μπορούν να καταλάβουν οι χωροφύλακες τι λέει αυτό το τραγούδι όταν το ακούνε. Ακούγοντας το τραγούδι πρέπει να καταλάβεις τα λόγια. Αν μπορέσεις να το κάνεις αυτό θα μπορέσεις να βγάλεις και το νόημα. Το «Σύρμα αγκάθι» μιλάει για το σύρμα που περιβάλλει το στρατόπεδο και το τι βλέπει ο κρατούμενος μέσα από αυτό. Ούτε αυτό μπορούσαν να το καταλάβουν. Ή πάλι το «Καρτέρα με γλυκιά μου αγάπη, θα ανθίσουν και πάλι οι πασχαλιές». Δε λέει ευθέως τίποτα για τη Χούντα.

Το Σεπτέμβριο του 1967 μεγάλος όγκος κρατουμένων μεταφερθήκαμε από τη Γυάρο στο Λακκί της Λέρου. Η περίφραξη απείχε από το κύμα γύρω στα 15 μέτρα. Ήταν μπροστά στη θάλασσα. Ύστερα από επανειλημμένες πιέσεις και παραστάσεις εκπροσώπων μας στη χωροφυλακή επετράπη, το Μάιο του 1968, να βγαίνουμε έξω για μια ώρα. Νομίζω 11:00 με 12:00 που ξεκίναγε η διανομή του φαγητού. Κάποιοι έκαναν μπάνια, κάποιοι ψαρεύαν. Για να μπει ο κόσμος μέσα άρχιζαν οι φρουροί οι οποίοι μας επιτηρούσαν οπλισμένοι – για να μην δραπετεύσει κανείς – να σφυρίζουν με τις σφυρίχτρες τους. Ήταν το σύνθημα για να μπούμε στο σύρμα.

Λέει λοιπόν το «Σφύριξε»: «Σφύριξε, σφύριξε με σφυρίχτρα made in U.S.A. ο φρουρός μου λέει αργούσα». Εδώ ο στίχος είναι πολύ έξυπνος. Λέει ότι η χούντα είναι αμερικανόπνευστη και ο Δαμίγος το καταγράφει με αυτόν τον τρόπο. «Τρέχω να ’μπω μες' στο σύρμα, κι' ας παιζογελάει το κύμα, δέκα μέτρα παρά 'κεί, διάτα είναι χουντική» συνεχίζει και καταλήγει:

Σφύριξε, σφύριξε
ο φρουρός μου απανωτά
και μου λέει πονηρά:

Μία ώρα σ' έχω βγάλει
θ' ανατρέψεις τ' ακρογιάλι
Κουκουέ συνωμοτείς
με τα ψάρια συζητείς.

Βλέπετε ότι οι στίχοι έχουν φοβερό χιούμορ. Ένα ακόμη τραγούδι που περιγράφει τη ζωή μας εκεί μέσα είναι το «Επίκειται». Συχνά, σχεδόν σε εβδομαδιαία βάση κυκλοφορούσαν φήμες – καμιά φορά «επίσημες», όχι με την έννοια της πραγματικότητας, αλλά με βάση ειδησεογραφικά δελτία που καταγράφαμε από το παράνομο ραδιόφωνο – ότι όπου ‘ναι θα γίνουν απολύσεις. Απολύσεις εννοείται χωρίς παραχωρήσεις από μέρους των κρατουμένων. Αρχίζαμε λοιπόν να ρωτάμε ο ένας τον άλλο «είναι αλήθεια;» και δόθηκε μια απάντηση «Επίκειται».  Που σήμαινε «επίκειται, όπου ‘ναι θα γίνει μια απόλυση. Είναι σίγουρο». Αυτό το «επίκειται» λοιπόν κυκλοφορούσε ανά χρονικές περιόδους όπως τα Χριστούγεννα και το Πάσχα που καμιά φορά εφαρμοζόντουσαν κάποια μέτρα επιείκειας και κάποιοι συνήθως άρρωστοι ή υπέργηροι αφήνονταν ελεύθεροι.

Επίκειται, επίκειται
τι λέξη μαγική 
επίκειται κάποιο συμβάν
το πανε στο Λακκί

Και τελειώνει το τραγούδι: «Επίκειται βοήθεια μεγάλη στο Λακκί, σε όλους θα δώσει ο Διεθνής φανέλα και βρακί». Ο «Διεθνής» είναι ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός, ο οποίος έκανε, ας πούμε, την ευγενική χειρονομία, κανά δυο φορές, μας έστειλε ζεστά εσώρουχα. Αυτή ήταν, δηλαδή, η παρέμβασή του ενώ θα περίμενε κανείς μια παρέμβαση πιο δραστική, πιο αποφασιστική και πιο πολιτική. Να πιέσει για την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων οι οποίοι κρατούνται χωρίς καμία κατηγορία.

Η κράτησή μας είχε τρομοκρατικό χαρακτήρα, όχι μόνο για τους ίδιους τους κρατούμενους, αλλά κυρίως για τον πληθυσμό που δεν είχε συλληφθεί. Για τα εκατομμύρια των «ελεύθερων», των ανθρώπων που δεν βρίσκονταν στα στρατόπεδα. Για παραδειγματισμό, για εκφοβισμό. Τα τραγούδια είναι λοιπόν πολιτικά αλλά όχι μόνο. Δεν είχαμε μπροστά μας μόνο την πολιτική ή την αντιστασιακή επισήμανση.

Γράφτηκαν και τραγούδια ερωτικά, όπως η Κερατσινιώτισσα ή Η Αλκμήνη που φοράει μίνι. Γράφτηκε τραγούδι για το Πασαλιμάνι, καθώς ο Δαμίγος είχε πληροφορηθεί τις παρεμβατικές αθλιότητες που έκανε ο χουντικός δήμαρχος Σκυλίτσης καταστρέφοντας μνημεία του Πειραιά. Κι άλλα τραγούδια γράφτηκαν που έχουν να κάνουν με την καθημερινή ζωή του ανθρώπου. Η καθημερινότητα βέβαια όσο απλοϊκά κι αν καταγράφεται, ακόμη κι όταν δεν έχει πολιτικούς υπαινιγμούς σχετίζεται πάντα με την εποχή που καταγράφεται.

Ο ατρόμητος Χαλκίδης

Όταν διαπίστωσα τις στιχουργικές ικανότητες του Δαμίγου του ζήτησα εγώ ο ίδιος αν μπορούσε να γράψει κάποιους στίχους για τη δολοφονία του στενού μου φίλου, του Γιάννη Χαλκίδη. Τον εκτέλεσαν εν ψυχρώ στη Θεσσαλονίκη την 4η προς 5η Σεπτεμβρίου. Ήταν άοπλος. Ο Δαμίγος έγραψε τους στίχους κι εγώ είχα την έμπνευση να γράψω μια μελωδία πάνω στους στίχους αυτούς. Ένα ζεϊμπέκικο. Μιλάει για τη μάνα του Γιάννη του Χαλκίδη.

Μέχρι το 1967 ο Χαλκίδης ήταν ασύλληπτος. Ήταν ένας εργάτης, μεταλλουργός και ηλεκτροσυγκολλητής. Είχε τεράστια αποθέματα θάρρους, παλικαριάς, περηφάνιας αλλά και σωματικής ρώμης παρ’ ότι ήταν μετρίου αναστήματος. Αυτά τα χαρακτηριστικά που διέθετε αυτός ο άνθρωπος θέλησαν να τα εξαφανίσουν. Όχι μόνο τον ίδιο τον άνθρωπο. Στο πρόσωπό του ήθελαν να εξαφανίσουν το θάρρος, την παλικαριά. Να πουν: «κοιτάξτε, αφού τέτοιους ανθρώπους μπορούμε να τους εξαφανίσουμε, σκεφτείτε τι μπορεί να πάθετε εσείς που δεν έχετε τέτοια αποθέματα». Ήθελαν να εξαφανίσουν πρότυπα.

Ο Χαλκίδης όσο παρέμενε ασύλληπτος πήγαινε κάποιες φορές στο σπίτι του. Σε μια επίσκεψη η μάνα του, ποντιακής καταγωγής, του λέει: «Γιατί ήρθες; Έρχονται οι ασφαλίτες κάθε λίγο και λιγάκι. Μπορεί και να σε σκοτώσουν αν σε βρουν». «Δε βαριέσαι ρε μάνα. Ένα τομάρι έχουμε. Και τι έγινε;» της απαντά εκείνος. Κι μάνα του, του λέει: «Να σε σκοτώσουν μέσα στο σπίτι; Να είσαι έξω. Να κάνεις και κάτι». Αυτά αφηγήθηκα στο Δαμίγο.

Η κασέτα

Αυτά τα τραγούδια βρέθηκαν στα χέρια μου με πρωτοβουλία του Νίκου Δαμίγου που κατάφερε και πήρε την κασέτα της ηχογράφησης, την οποία έκρυψε κατάλληλα και κατάφερε να διασώσει τη μουσική καταγραφή. Δυο τραγούδια δεν διασώθηκαν από την παράνομη ηχογράφηση αλλά τα έγραψε σε δίσκο βινιλίου 45 στροφών ο Χρήστος Λουρετζής. Πρόκειται για το «Το κάστρο» και το «Σύρμα αγκάθι». Το «Κάστρο» είναι ένα τραγούδι που μιλάει για το Λακκί και τους «χίλιους πρωτομαστόρους της λευτεριάς».

Το δισκάκι και την κασέτα μου τα έστειλε μετά την πτώση της Χούντας, φυσικά, ο Δαμίγος για να τα έχω κι εγώ. Πως διασώθηκε η κασέτα και πως βγήκε από το στρατόπεδο δεν το γνωρίζω. Αυτά φροντίζαμε να μην τα μαθαίνουμε και φρόντιζαν κι αυτοί που τα έκρυβαν να μην τα γνωρίζουμε γιατί θα υπήρχαν συνέπειες περαιτέρω δίωξης αν το μάθαιναν οι χωροφύλακες. Φροντίζαμε να μην έχουμε την περιέργεια ώστε να μην διαρρεύσει, έστω αθέλητα, ο τρόπος με τον οποίο έμπαιναν και διασώζονταν τα παράνομα αυτά αντικείμενα. Ξέρω ορισμένα πράγματα αλλά δεν ξέρω αν θα τα πω καμιά φορά γιατί μπορεί να ξαναζήσουμε τέτοια πράγματα κάποια στιγμή. Τα πράγματα πάνε άσχημα.

Τραγούδια στην ψυχή των κρατουμένων

Μπορεί κάποιος ειδικός να αξιολογήσει τα τραγούδια αυτά ως καλά. Τα ηχογραφούμε μάλιστα για να καταγραφούν σε στούντιο με μουσικούς και τραγουδιστές πολύ υψηλού επιπέδου. Αξιολογούνται μουσικά, σήμερα, ως εξαιρετικά κι έχουν συγκινήσει μεγάλο αριθμό ανθρώπων ειδικών. Φυσικά, κάποιος άλλος μπορεί να μη συγκινηθεί καθόλου ή κάποιον άλλο να τον αγγίξουν πάρα πολύ. Όμως η αξία τους βρίσκεται στο ρόλο που έπαιξαν εκείνη την εποχή.

Ακούγοντάς τα οι κρατούμενοι εμψυχώνονταν. Η θέληση και η αντοχή στις δοκιμασίες που τους επιβάλλονταν από τους κρατούντες δυνάμωνε. Όταν σατιρίζεις το δυνάστη σου, κοιτάς τον συγκρατούμενο με μεγαλύτερο σθένος, με μεγαλύτερη δύναμη για να αντιμετωπίσετε την κατάσταση της στιγμής και να οπλιστείτε με θάρρος για ότι χειρότερο θα μπορούσατε να συναντήσετε την επόμενη στιγμή. Αυτή είναι η αξία που έχουν πέρα από την καλλιτεχνική αξία. Είναι πολύ σημαντικό να φτάσουν στα αυτιά του κόσμου οι αυθεντικές εκτελέσεις. Ιδιαίτερα όταν θα τους δοθεί η δυνατότητα να διαβάσουν το σχολιασμό των στίχων. Θα είναι ένα στοιχείο φρονηματισμού και γνώσης. Το CD που ηχογραφείται θα συνοδεύετε με το σχολιασμό των στίχων.