Επιστήθιος φίλος, καλλιτεχνικός και πολιτικός συνοδοιπόρος του Μπ. Μπρεχτ. Παραθέτουμε την ταινία "Σε ποιον ανήκει ο κόσμος" του 1932, με σενάριο του Μπρεχτ και μουσική του Eisler.
Πληροφορίες για την ταινία, στο blog της Λέσχης των Ισοπεδωτών
Αναδημοσίευση από άρθρο του Peter Schweinhardt. Διαβάστε το ολόκληρο ΕΔΩ.
Ο συνθέτης στρατευμένης μουσικής
Δεν μπορεί να γράφει κανείς πάντα αισιόδοξα τραγούδια. Κάτι τέτοιο θα ήταν, πρώτον, φοβερά βαρετό και δεύτερον, λανθασμένο (Hanns Eisler, 1962).
Η στρατευμένη μουσική του Eisler - ένα σημαντικό, αλλά μικρό κομμάτι του συνολικού του έργου, γραμμένο ουσιαστικά μεταξύ 1928 και 1937 ως άμεση ανταπόκριση στα αιτήματα της εποχής - είναι υπεύθυνη για το ακόλουθο παράδοξο στην μοίρα του συνθέτη: ακριβώς επειδή σφράγισε το είδος με τα υψηλής ποιότητας έργα του, έπεσε θύμα, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, μιας, κατά αξιοθαύμαστο τρόπο, κοινής και στα δύο στρατόπεδα στάσης, η οποία ήθελε να περιορίσει το “ουσιώδες” του έργου του στο χώρο της στρατευμένης μουσικής. |
Ακόμη και σήμερα, και αφού το στρατευμένο τραγούδι είχε επιζήσει της διαίρεσης της Γερμανίας - στην Ανατολική Γερμανία ως μέσον ιστορικής αυτοεπιβεβαίωσης, στη Δυτική ως μουσικό μέσο διαμαρτυρίας της Αριστεράς κατά της δικής της μισητής κρατικής εξουσίας -, για πολλούς το κομμάτι αυτό του έργου του Eisler θεωρείται ως το μόνο, το οποίο προώρισται να μείνει στην Ιστορία. Τραγούδια και μπαλλάντες, η αιχμηρότητα των οποίων συνίστατο στη σύμπτωση μορφής και περιεχομένου την κατάλληλη στιγμή, μετατράπηκαν σε κομμάτια ρεπερτορίου, ή, για να το πούμε απλά: αυτά τα μεμονωμένα έργα του Eisler τραγουδιούνται υπερβολικά συχνά, για το λόγο, εκτός των άλλων, ότι κανείς ερμηνευτής δεν είναι σε θέση πια να συλλάβει τη σωστή -ερμηνευτικά - ατμόσφαιρα. Δικαίως λοιπόν ο Eckhard John ξεγυμνώνει πρώτα αυτά τα εξαιρετικά βολικά κλισέ, όσον αφορά την πρόσληψη του Eisler, στην πολεμική του με τίτλο “Ο Hanns Eisler και η στρατευμένη μουσική”, για να τα καταρρίψει στη συνέχεια: “Μόνον όταν ο Eisler γκρεμιστεί από τον ανδριάντα, όπου τον έχουν ανεβάσει και ελευθερωθεί από τους μουσειοφύλακές του, θα γίνει πάλι αισθητή η μουσική και αισθητική του επαναστατικότητα - ακόμη και ο πολιτικός δυναμισμός της” (John, 1998, 168).
Είναι καιρός πια να εξετάσουμε τα ίχνη της εμπλοκής της
πολιτικής στη σύνθεση στο έργο του Eisler με μεγαλύτερη οξυδέρκεια· να
ελευθερωθούμε από την εμμονή στο ύφος του στρατευμένου τραγουδιού. Όταν ο
Eisler καταπιάνεται ξανά με το πολιτικό τραγούδι, είτε το τοποθετεί σε
ένα ιστορικό πλαίσιο - όπως στις σκηνικές μουσικές για την Καταιγίδα [Sturm· 1957] και το Ατμόλουτρο [Schwitzbad·
1959] - είτε το αντιμετωπίζει με έναν πολύ πιο αμβλυμένο τρόπο, όντας
στον απόηχο ακόμη των Χιτλερικών εμβατηρίων· όπως γράφει ο Bertolt
Brecht στις 29.12.1948 στο Ημερολόγιο Εργασίας του, σε φιλικό και
λίγο ειρωνικό τόνο: “[ο Eisler] εξιδανίκευσε την απέχθειά του για τη
χυδαιότητα και τον πρωτογονισμό των εμβατηρίων μετατρέποντας το τραγούδι του μετώπου ενότητας σε συμφωνικό έργο” (ο Eisler είχε μόλις διασκευάσει το επιτυχημένο αυτό τραγούδι για μεγάλη ορχήστρα).
Είναι επίσης καιρός να αναλύσουμε, όσον αφορά τη συνθετική συμπεριφορά
του Eisler μετά το 1948, την προσπάθειά του για αισθητικό και πολιτικό
προσανατολισμό. Η αναζήτηση μιας άφθαρτης και νέας λαϊκής μουσικότητας
και η όμορφη ουτοπία: να κάνει δημοφιλή τη μουσική του Arnold Schönberg·
τα Νέα Γερμανικά Λαϊκά Τραγούδια και η Printemps allemand· η Καντάτα για το Συνέδριο του Κόμματος και τα Σοβαρά Τραγούδια · η
επιθετική επαναστατική χειρονομία και η επιφυλακτική αυτοσυνείδηση:
αυτοί είναι οι πόλοι που ορίζουν την περιοχή, όπου ο Eisler έδωσε τις,
όχι μόνον μουσικές, μάχες του, στα τελευταία χρόνια της ζωής του.
“Αρχίζω σιγά-σιγά να πιστεύω, ότι δεν είναι καλό να σπουδάζει κανείς σύνθεση κοντά στον Schopenhauer. …πόσο εύκολα γίνεται κανείς Μαρξιστής” (Hanns Eisler, 1922).
“Είναι οδυνηρό να παρακολουθεί κανείς τις ωδίνες μιας νέας κοινωνικής τάξης. Πόσο θάρρος, ταλέντο, πειθαρχία, ηρωϊσμός, πόσο σκληρή εργασία, πόση εξυπνάδα και πόση βλακεία! (Hanns Eisler, 1953).
O Hanns Eisler δεν υπήρξε ποτέ μέλος οποιουδήποτε κομμουνιστικού
κόμματος. Συνεπώς, η αρνητική απάντηση που έδωσε στη σχετική ερώτηση της
“Επιτροπής αντι-Αμερικανικών Ενεργειών”, η οποία στα πλαίσια της
αντικομμουνιστικής υστερίας στις ΗΠΑ μετά το τέλος του 2ου Παγκ. Πολέμου
ανέκρινε (και τελικώς απέλασε) μεταξύ άλλων και τον Eisler, ήταν
αντικειμενικά σωστή. Αντίθετα, παραμένει πέραν κάθε αμφισβητήσεως η
μαρξιστική του κοσμοθεώρηση, ήδη από τα νεανικά του χρόνια, όπως και η
συμπάθειά του στο κομμουνιστικό κίνημα, η οποία από τα μέσα της
δεκαετίας του ’20 εκφράστηκε σε όλο και περισσότερες πολιτιστικές και
πολιτικές δραστηριότητες (όταν ο επί κεφαλής της Επιτροπής περιέγραψε ως
στόχο της ανάκρισης να αποκαλυφθεί ο Hanns Eisler ως ο Karl Marx της
μουσικής ο συνθέτης απάντησε λακωνικά: “I would be flattered" [“Πολύ
κολακευτικό”]). Η βαθιά γνώση, την οποία είχε, της λογοτεχνικής
και μουσικής παράδοσης, καθώς και των φιλοσοφικών συστημάτων, ιδίως του
Hegel και του Marx, συνδυάζονταν με τη χαρά του διαλόγου, με την
ευχαρίστηση που αντλούσε από τον αντίλογο ενάντια σε άκριτες και άμετρα
αμετακίνητες θέσεις. Δεν εκπλήσσει λοιπόν το γεγονός, ότι συχνά
συγκρούστηκε για θέματα Αισθητικής με τους δογματικούς, με τους οποίους
δεν τον συνέδεε τίποτε άλλο, εκτός από το ιδανικό της κομμουνιστικής
κοινωνίας. Αγωνίστηκε με πάθος για μια δημιουργική σχέση με την
κλασσική παράδοση, συγκρουόμενος έτσι με τους εκπροσώπους της κυρίαρχης
σταλινικής πολιτικής στον Πολιτισμό. Δύο εξέχοντα παραδείγματα είναι εδώ
οι περί Εξπρεσσιονισμού συζητήσεις των Γερμανών κομμουνιστών εξορίστων
κατά τα έτη 1937 και 1938 και, 15 χρόνια αργότερα, οι έντονες διαμάχες
με αφορμή το λιμπρέττο του Eisler για τον Johann Faustus. Oι
επιθέσεις είχαν ως αφορμή το γεγονός, ότι ο Eisler ζωγράφιζε στο κείμενο
- απομακρυνόμενος, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, από την εκδοχή του
Goethe - ένα έντονα κριτικό πορτραίτο των Γερμανών διανοουμένων. Εκτός
αυτού, πολλοί από τους μετέχοντες στις συζητήσεις ήταν αναγκασμένοι, για
λόγους επιβίωσης, να παρουσιαστούν ως ακραιφνείς σταλινικοί, υπό τη
σκιά των συγχρόνων μαζικών πολιτικών διωγμών. Αποκαρδιωμένος, όσον αφορά
την πρόθεσή του να ολοκληρώσει την όπερα πάνω στο κείμενο του Faustus, ο
Eisler αποτραβήχθηκε στη Βιέννη, ενώ για αρκετό καιρό παρέμενε ασαφές
αν η ΣΔΓ θα επέτρεπε στο συνθέτη του εθνικού της ύμνου να επιστρέψει στη
χώρα. Προπαντός αυτά τα γεγονότα - μαζί με κάποιες προφορικές
διατυπώσεις του Eisler, καθώς και ορισμένα υφολογικά χαρακτηριστικά των
τελευταίων του έργων - έδοσαν τροφή στη δημιουργία ενός ακόμη
‘πορτραίτου’ του Eisler, αυτό του κρυπτο-ανιστασιακού, τον οποίο η
απογοήτευση οδήγησε σε κάμψη της δημιουργικότητας. Δύο παρατηρήσεις ως
προς αυτό:
Πρώτον: ο Eisler δεν υπήρξε ποτέ ούτε ο συγκαλυμμένος
εχθρός του καθεστώτος της ΣΔΓ ούτε ο ευκαιριακός υποστηρικτής της
γραμμής του κόμματος: και τα δύο αντετίθεντο προς τις πεποιθήσεις και τα
ιδανικά του. Τελούσε εν πλήρει συνειδήσει της ευθύνης του ως κρατικού
λειτουργού της ΣΔΓ για την προς τα έξω εικόνα του Γερμανικού αυτού
κράτους, από το οποίο και μόνον ανέμενε την πραγμάτωση των
κοινωνικο-πολιτικών του ιδεωδών. Έτσι, κλείνει επιστολή του από τη
Βιέννη με ημερομηνία 30.10.1953 στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΕΚ
[Σοσιαλιστικό Ενωτικό Κόμμα] (προηγούνται παράπονα για τη μεταχείρηση
που του επιφυλάχθηκε κατά τη διάρκεια των συζητήσεων των σχετικών με τον
Faustus) με τα ακόλουθα λόγια: “Δεν μπορώ να φανταστώ τη θέση
μου ως καλλιτέχνη παρά σε εκείνο το κομμάτι της Γερμανίας, όπου μπαίνουν
τα νέα θεμέλια του Σοσιαλισμού”.
Δεύτερον: Η μουσική παραγωγή του Eisler με κανένα τρόπο
δεν σταμάτησε μετά το 1948 · κινήθηκε όμως κατά κύριο λόγο στην περιοχή
εκείνη, την οποία ο ίδιος ονόμαζε “εφαρμοσμένη μουσική” ["angewandte
Musik"]. Σε αυτή συγκαταλέγονται, πέρα από απλά τραγούδια, για τα οποία
υπήρχε πάντα μεγάλη ζήτηση, κυρίως σκηνική και κινηματογραφική μουσική,
είδη δηλ. τα οποία είτε εκφεύγουν της δισκογραφικής αποτύπωσης είτε
αφίστανται της έννοιας του έργου κατά την τρέχουσα μουσικολογική
αντίληψη. Πράγματι, ο Eisler μιλά για δημιουργική κρίση και δυσκολία
μουσικής παραγωγής στα χρόνια της ΣΔΓ, όμως, δηλώσεις του ιδίου
περιεχομένου συναντώνται ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’20. Σε
καμμία από τις δύο περιπτώσεις τα παράπονα αυτά δεν αντιστοιχούν σε
διακοπή της μουσικής παραγωγής.
Μεγάλο μέρος της μουσικής του Eisler περιμένει ακόμη να
ανακαλυφθεί ή να γίνει αντικείμενο πιο προσεκτικών αναλύσεων. Εδώ
ανήκουν, πέραν της πρώϊμης τραγουδιστικής παραγωγής και των σκηνικών και
κινηματογραφικών μουσικών, τα έργα των χρόνων της ΣΔΓ. Αυτός ήταν ένας
επιπλέον λόγος, για τον οποίο η επετειακή έκθεση στην Ακαδημία Τεχνών
του Βερολίνου έρριξε το βάρος στην περίοδο μετά το 1948. Είναι βέβαια
δύσκολο για κάποιον, ο οποίος έζησε με την εσωτερικευμένη ή
εξωτερικευμένη δυσφορία απέναντι σε ένα καθεστώς, το οποίο είχε την
κοσμοθεωρία του Eisler σαν σημαία, να διαμορφώσει μια απροκατάληπτη και
συνεπώς ρεαλιστική εικόνα για το συνθέτη και για το αυθεντικά πολιτικό,
στην ποιότητά του, έργο του. Αξίζει, παρ’όλα αυτά, να κατεβάσουμε τα
σκονισμένα πορτραίτα του Eisler από τον τοίχο, να αφήσουμε το φως να
φανερώσει τις λευκές κηλίδες, οι οποίες έχουν στο μεταξύ εμφανιστεί: “O
Hanns Eisler δεν έχει ανάγκη να τον “σώσουμε”, αλλά: να τον
ανακαλύπτουμε πάντα από την αρχή και να τον νοιώθουμε σαν αγκάθι στα
πλευρά των εφησυχασμών μας” (Gülke, 1998).