Ο
ρόλος της τέχνης (και ειδικά της μουσικής) στην Ελλάδα του κοινωνικού
μαρασμού, είναι ένα θέμα με το οποίο θα καταπιαστούμε ως "Σ.Α.Φ./εαακ
στο μουσικο". Αυτό το αναδημοσιευμένο κείμενο εγκαινιάζει αυτή τη θεματική ενασχόληση. Το κατά πόσον η καλλιτεχνική δημιουργία έρχεται να εκφράσει τα βιώματα της κοινωνίας και να συμβάλει στη διαμόρφωση ενός πνεύματος αλληλεγγύης, ομοθυμίας και ομοψυχίας μεταξύ των μελών της είναι κάτι που στην Ελλάδα της κρίσης μας απασχολεί ιδιαίτερα. Παρότι αυτά τα ζητήματα δεν επιλύονται με θεωρητικά κείμενα, ένας σχετικός διάλογος είναι πάντα αναγκαίος. Δημοσιεύουμε ένα κείμενο του Τάσου Κουκουτά που σε ένα μεγάλο βαθμό απηχεί τους προβληματισμούς μας.
Στην εποχή μας γίνεται διαρκώς λόγος για τον τρόπο που η κρίση εμβολιάζει τη δημιουργικότητα, για τις χαμένες αξίες του παρελθόντος και το πως οφείλουν να επανεφαρμοστούν στις καλλιτεχνικές συντεχνίες, όπως και για την ανάγκη οι δημιουργοί να εφεύρουν μια νέα συλλογικότητα μέσω της οποίας θα παρεμβαίνουν έμμεσα σε φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα. Το ζητούμενο στις μέρες μας μοιάζει να είναι η προσαρμογή της τέχνης σε μια νέα παραγωγικότητα απαλλαγμένη από τα πρωτόκολλα ενός ανταγωνιστικού και αιμοβόρου αξιακού συστήματος που μετατρέπει κάθε δημιουργική απόπειρα σε εμπορεύσιμο προϊόν. Ο συγκεκριμένος μηχανισμός της αγοράς, αυτός του εξορθολογισμού της καλλιτεχνικής συγκίνησης προκειμένου να καταστεί ανταλλάξιμη μ’ένα χρηματικό αντίτιμο, που εξυμνήθηκε στο απώγειο του καταναλωτικού οργασμού τις τελευταίες δύο δεκαετίες, αρχίζει να ατονεί κινητοποιώντας και πάλι τους καλλιτέχνες προς μια περισσότερο εξωστρεφή και αληθινή διάθεση επικοινωνίας με τον κόσμο. Ωστόσο στους κόλπους της καλλιτεχνικής κοινότητας η συλλογικότητα βιώνεται περισσότερο ως χωροταξική διευθέτηση ελλείψει χώρων για την παρουσίαση των διαφόρων έργων των δημιουργών και λιγότερο ως ανάγκη συνύπαρξης και άρα προάσπισης του αιτήματος για μια Τέχνη εκτός των κατεστημένων θεσμών.
Αυτή την ουσιαστική εκχώρηση, του ιδιωτικού προς στο δημόσιο – συνιστώσα ενός togetherness που προασπίζει τη διαφορετικότηα και την επί ίσοις όροις μεταχείριση-, δεν είδαμε πουθενά να εκδηλώνεται. Σε μια καταστροφική συνθήκη, όπως είναι η κρίση, η συλλογικότητα μοιάζει να παλεύει περισσότερο για το δικαίωμα στην καριέρα, για τη δημοσιότητα των ίδιων των γεγονότων (βλ. Facebook και λοιπά κοινωνικά δίκτυα ως μέσα για την προσωπική προώθηση των καλλιτεχνών υπό την σκέπη μιας φαινομενικά αποδεκτής και εξαργυρώσιμης φιλίας) και όχι για την κινητικότητα των ιδεών και την αποδέσμευσή τους από την ετικέτα του έτοιμου προϊόντος.
Στην εποχή μας γίνεται διαρκώς λόγος για τον τρόπο που η κρίση εμβολιάζει τη δημιουργικότητα, για τις χαμένες αξίες του παρελθόντος και το πως οφείλουν να επανεφαρμοστούν στις καλλιτεχνικές συντεχνίες, όπως και για την ανάγκη οι δημιουργοί να εφεύρουν μια νέα συλλογικότητα μέσω της οποίας θα παρεμβαίνουν έμμεσα σε φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα. Το ζητούμενο στις μέρες μας μοιάζει να είναι η προσαρμογή της τέχνης σε μια νέα παραγωγικότητα απαλλαγμένη από τα πρωτόκολλα ενός ανταγωνιστικού και αιμοβόρου αξιακού συστήματος που μετατρέπει κάθε δημιουργική απόπειρα σε εμπορεύσιμο προϊόν. Ο συγκεκριμένος μηχανισμός της αγοράς, αυτός του εξορθολογισμού της καλλιτεχνικής συγκίνησης προκειμένου να καταστεί ανταλλάξιμη μ’ένα χρηματικό αντίτιμο, που εξυμνήθηκε στο απώγειο του καταναλωτικού οργασμού τις τελευταίες δύο δεκαετίες, αρχίζει να ατονεί κινητοποιώντας και πάλι τους καλλιτέχνες προς μια περισσότερο εξωστρεφή και αληθινή διάθεση επικοινωνίας με τον κόσμο. Ωστόσο στους κόλπους της καλλιτεχνικής κοινότητας η συλλογικότητα βιώνεται περισσότερο ως χωροταξική διευθέτηση ελλείψει χώρων για την παρουσίαση των διαφόρων έργων των δημιουργών και λιγότερο ως ανάγκη συνύπαρξης και άρα προάσπισης του αιτήματος για μια Τέχνη εκτός των κατεστημένων θεσμών.
Αυτή την ουσιαστική εκχώρηση, του ιδιωτικού προς στο δημόσιο – συνιστώσα ενός togetherness που προασπίζει τη διαφορετικότηα και την επί ίσοις όροις μεταχείριση-, δεν είδαμε πουθενά να εκδηλώνεται. Σε μια καταστροφική συνθήκη, όπως είναι η κρίση, η συλλογικότητα μοιάζει να παλεύει περισσότερο για το δικαίωμα στην καριέρα, για τη δημοσιότητα των ίδιων των γεγονότων (βλ. Facebook και λοιπά κοινωνικά δίκτυα ως μέσα για την προσωπική προώθηση των καλλιτεχνών υπό την σκέπη μιας φαινομενικά αποδεκτής και εξαργυρώσιμης φιλίας) και όχι για την κινητικότητα των ιδεών και την αποδέσμευσή τους από την ετικέτα του έτοιμου προϊόντος.
Η καλλιτεχνική συνεύρεση – με όποια στοιχεία δημοκρατικότητας έχει
οριστεί – οφείλει να προκύπτει ως εσωτερική ανάγκη και όχι ως
“μαζευτήκαμε για να σας ανακοινώσουμε”. Ο δημόσιος χαρακτήρας της
προκύπτει από τον τρόπο συναλλαγής των μελών και όχι από τα δελτία τύπου
και τις ανακοινώσεις που ξεχειλίζουν από την υπερχρήση των όρων
“συλλογικότητα, ομαδικότητα, πνεύμα συνεργασίας”. Αυτή η ανάγκη, παρότι
ξεκίνησε υπό τον όρο να δημιουργήσει μια νέα καλλιτεχνική συνθήκη,
διαφορετική από τη μεγαλομανία του διεθνούς και των ξενόφερτων
πολυσυλλεκτικών πρότζεκτ, υποχώρησε και πάλι εμπρός στην φαντασμαγορία
του καινούργιου, χάνοντας την φρεσκάδα και πειστικότητά της: όλοι πλέον –
τουλάχιστον αυτοί που δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση στις δεξαμενές
κεφαλαίου – θέλουν να δρουν και να παραγούν συλλογικά.
Διαπιστώνουμε λοιπόν ένα θεμελιώδες κενό ανάμεσα στην έννοια της συλλογικότητας στην τέχνη και στην ενσάρκωσή της. Δεν είναι λίγο ειρωνικό όταν μέσα στην πολυμέρειά τους τα επωνομαζόμενα “συλλογικά” πρότζεκτ αναλώνονται στην οριστικότητα της καταγραφής των ονομάτων των καλλιτεχνών που τα εκπροσωπούν; Η συλλογικότητα περισσότερο από επίτευγμα παραμένει ένα αιτούμενο· όπερ σημαίνει ότι στους κόλπους της οφείλει να εσωκλείει πολιτικά- αισθητικά-ιδεολογικά συγκρουόμενες απόψεις.
Διαπιστώνουμε λοιπόν ένα θεμελιώδες κενό ανάμεσα στην έννοια της συλλογικότητας στην τέχνη και στην ενσάρκωσή της. Δεν είναι λίγο ειρωνικό όταν μέσα στην πολυμέρειά τους τα επωνομαζόμενα “συλλογικά” πρότζεκτ αναλώνονται στην οριστικότητα της καταγραφής των ονομάτων των καλλιτεχνών που τα εκπροσωπούν; Η συλλογικότητα περισσότερο από επίτευγμα παραμένει ένα αιτούμενο· όπερ σημαίνει ότι στους κόλπους της οφείλει να εσωκλείει πολιτικά- αισθητικά-ιδεολογικά συγκρουόμενες απόψεις.
Η
συνεύρεση σωμάτων δεν αποτελεί παρά μιαν εμβρυακή, ή πρωταρχική
ένδειξη, συλλογικότητας. Άρα, τί είναι αυτό που ενώνει το άτομο με το
σύνολο ώστε με τη σειρά τους να διεκδικούν από κοινού ένα χώρο στην
τέχνη που είναι ωφέλιμος και για τις δύο οντότητες; Ίσως η σημερινή
εκδοχή της συλλογικότητας να μην είναι άλλο από μια αντίδραση στην
αποτυχία του υπαρκτού πολιτισμού να ενσαρκώσει το μεγαλιώδες έπος της
ανθρώπινης εξέλιξης: δεν είναι τυχαίο ότι όλο και πιο συχνά γίνεται
αναφορά στις μέρες του “ένδοξου” παρελθόντος, στην χαμένη αναγκαίοτητα
ως προς την καλλιτεχνική έκφραση, συνδηλώσεις που οδηγούν σε μια
καταθλιπτική εικόνα ενός αβέβαιου μέλλοντος. Υπάρχει σαφώς μια θεώρηση
του παρελθόντος ως εξειδανικευμένη εικόνα που λόγω της απόστασης των
γεγονότων δεν είναι δυνατό να ιδωθεί κριτικά και επεξηγηματικά προς τα
σύγχρονα συμφραζόμενα. Παρότι η παλαιότερη γενιά καλλιτεχνών ενσάρκωνε
διαφορετικά ιδέωδη στην τέχνη – με κυριότερο ίσως αυτό της προσωπικής
ανέλιξης του δημιουργού – η θέση τους έφερε ήδη ψήγματα της μετάλλαξης
της έννοιας του συλλογικού. Προωθώντας μια νοσταλγία για τον παρελθόν, η
οποία μεταγράφεται σε σειρά κεκτημένων στον χώρο της τέχνης
(επιχορηγήσεις, διαθέσιμοι χώροι για έρευνα, προβολή καλλιτεχνών,
θεσμική υποστήριξη κ.ο.κ.), η συλλογικότητα στρέφεται στα κεκτημένα αυτά
χωρίς να αμφισβητεί τη λειτουργικότητα ή την ωφελιμότητα τους στην
παρούσα φάση. Π.χ. γιατί οι καλλιτέχνες δεν απέχουν “συλλογικά” από την
θεσμική υποστήριξη; Που τοποθετείται η συλλογικότητα όταν το έργο κάθε
δημιουργού πρέπει να ανταγωνιστεί σύμφωνα με τους αξιολογικούς κανόνες
της αγοράς έργα άλλων δημιουργών και να διεκδικήσει μια θέση στον αγώνα
της (καλλιτεχνικής και όχι μόνο) επιβίωσης; Πώς γίνεται με άλλα λόγια η
συλλογικότητα να εξυπηρετεί μέρος και όχι το σύνολο αυτών που την
εκπροσωπούν;
Παραφράζοντας τον Ήγκλετον, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η συλλογικότητα θα όφειλε να εκφράζει “ένα σύνολο καλλιτεχνικών και πνευματικών έργων κάποιας κοινά αποδεκτής αξίας, μαζί με τους θεσμούς που την παράγουν, την εγκαθιδρύουν, τη διαδίδουν και την κατευθύνουν.” Εάν θεωρήσουμε τη συλλογικότητα ως “μια όαση αξιών, τότε η λύση που προτείνει δεν περιέχει μια δυναμική. Αλλά εάν η μόρφωση και οι τέχνες αποτελούν τους μοναδικούς τομείς δημιουργικότητας που έχουν επιβιώσει, τότε είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι αντιμετωπίζουμε
σοβαρότατο πρόβλημα. Υπό ποιες κοινωνικές συνθήκες η δημιουργικότητα περιορίζεται στη μουσική και την ποίηση, ενώ η επιστήμη, η τεχνολογία, η πολιτική, η εργασία και η οικογενειακή ζωή χαρακτηρίζονται από μια απελπιστική κοινοτοπία;” Σχολιάζοντας προσφάτως με έναν καλλιτεχνικό προγραμματιστή την αξία των residencies στην καλλιτεχνική παραγωγή και την ανταλλαγή υλικού με την ντόπια κοινότητα, μου αποκάλυψε ότι η ιδέα των residencies, όπως κατέληξαν να πραγματοποιούνται στις μέρες μας, ενδυναμώνει το Εγώ του καλλιτέχνη, ο
οποίος θεωρεί ότι δύναται να ταξιδεύει, να φιλοξενείται και να καταναλώνει χωρίς να προσφέρει στην κοινωνία που κάθε φορά τον πλαισιώνει. Η όλη ιδέα της καλλιτεχνικότητας των έργων αποκλείει τον ίδιο τον καλλιτέχνη από μια άμεση και ισότιμη συναλλαγή με το κοινωνικό σώμα, ο οποίος θεωρεί ότι “δημιουργώντας παράγει έργο” και συνεπώς δεν αναζητά κανένος άλλου είδους συνεισφοράς στο σύνολο. Αυτός ο αυτεγκλεισμός στους τέσσερις τοίχους ενός στούντιο – έστω και αν η διαδικασία συμπεριλαμβάνει περισσότερους από έναν καλλιτέχνη – δεν πλησιάζει ούτε κατ’ ελάχιστο την ιδέα του συλλογικού. Ο κατατεμαχισμός της έννοιας του συλλογικού ώστε να χωρά και να εξυπηρετεί επιμέρους στόχους (το συλλογικό στην τέχνη) ουδεμία σχέση έχει με την έννοια της συλλογικότητας.
Παραφράζοντας τον Ήγκλετον, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η συλλογικότητα θα όφειλε να εκφράζει “ένα σύνολο καλλιτεχνικών και πνευματικών έργων κάποιας κοινά αποδεκτής αξίας, μαζί με τους θεσμούς που την παράγουν, την εγκαθιδρύουν, τη διαδίδουν και την κατευθύνουν.” Εάν θεωρήσουμε τη συλλογικότητα ως “μια όαση αξιών, τότε η λύση που προτείνει δεν περιέχει μια δυναμική. Αλλά εάν η μόρφωση και οι τέχνες αποτελούν τους μοναδικούς τομείς δημιουργικότητας που έχουν επιβιώσει, τότε είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι αντιμετωπίζουμε
σοβαρότατο πρόβλημα. Υπό ποιες κοινωνικές συνθήκες η δημιουργικότητα περιορίζεται στη μουσική και την ποίηση, ενώ η επιστήμη, η τεχνολογία, η πολιτική, η εργασία και η οικογενειακή ζωή χαρακτηρίζονται από μια απελπιστική κοινοτοπία;” Σχολιάζοντας προσφάτως με έναν καλλιτεχνικό προγραμματιστή την αξία των residencies στην καλλιτεχνική παραγωγή και την ανταλλαγή υλικού με την ντόπια κοινότητα, μου αποκάλυψε ότι η ιδέα των residencies, όπως κατέληξαν να πραγματοποιούνται στις μέρες μας, ενδυναμώνει το Εγώ του καλλιτέχνη, ο
οποίος θεωρεί ότι δύναται να ταξιδεύει, να φιλοξενείται και να καταναλώνει χωρίς να προσφέρει στην κοινωνία που κάθε φορά τον πλαισιώνει. Η όλη ιδέα της καλλιτεχνικότητας των έργων αποκλείει τον ίδιο τον καλλιτέχνη από μια άμεση και ισότιμη συναλλαγή με το κοινωνικό σώμα, ο οποίος θεωρεί ότι “δημιουργώντας παράγει έργο” και συνεπώς δεν αναζητά κανένος άλλου είδους συνεισφοράς στο σύνολο. Αυτός ο αυτεγκλεισμός στους τέσσερις τοίχους ενός στούντιο – έστω και αν η διαδικασία συμπεριλαμβάνει περισσότερους από έναν καλλιτέχνη – δεν πλησιάζει ούτε κατ’ ελάχιστο την ιδέα του συλλογικού. Ο κατατεμαχισμός της έννοιας του συλλογικού ώστε να χωρά και να εξυπηρετεί επιμέρους στόχους (το συλλογικό στην τέχνη) ουδεμία σχέση έχει με την έννοια της συλλογικότητας.
Η
ιδέα δεν μπορεί να εκπληρώνεται με τους όρους που βολεύει τον καθένα.
Ίσως λοιπόν το αίτημα για μια νέα συλλογικότητα δεν έχει τεθεί/οριστεί
ακόμα. Αυτό γιατί η σύγχρονη κοινωνική ζωή απέχει αρκετά από τα
συστατικά στοιχεία (συλλογική συνείδηση, συμμετοχικές διαδικασίες
κ.ο.κ.) που καλείται να ενσαρκώσει η ιδέα του συνανήκειν. Αν η
συλλογικότητα αποτελεί την “προσωποποίηση” κάποιων αξιών, τότε, την ίδια
στιγμή οφείλει να προβαίνει στην αξιολόγησή τους. Στο αίτημα αυτό συχνά
εντοπίζεται η ανάγκη ταύτισης του πραγματικού με το επιθυμητό. Έτσι η
συλλογικότητα στην εποχή μας δεν ενηλικιώνεται· σαν παιδί
(δια)πραγματεύεται διαρκώς το ερώτημα “ωραία δεν θα ήταν αν”, χωρίς να
επαναξιολογεί την σχέση του ερωτήματος αυτού με την πραγματικότητα. Τι
περιλαμβάνει η ενηλικίωση; Την αντίφαση, ίσως, τη διαλεκτική σκέψη, ως
προς την ορμή των ερωτημάτων που καθοδηγούν τη ζωή, την θέση μας, μέχρι
κάποιου σημείου. Άρα, πέρα από μιαν αόριστη φαντασίωση πραγματοποίησης
(ατομικών;) επιθυμιών, η συλλογικότητα θα έπρεπε να είναι μια σύνθεση
από δυνατότητες που δοκιμάστηκαν και λειτούργησαν ανατρεπτικά στον
προσδιορισμό των ορίων της έννοιας αυτής. Υπάρχουν συλλογικές επιθυμίες;
Το ερώτημα λοιπόν μετατίθεται στα όρια της ατομικότητας ώστε να
καταστεί δυνατή η συλλογικότητα. Σ’αυτή την αμφιταλάντευση
ατομικού-συλλογικού καλείται σήμερα να επιβιώσει η τέχνη. Κατά πόσο όμως
είναι δυνατό για την ίδια να ριζώσει σε ένα περιβάλλον που αποσκοπεί
στην αναπαραγωγή αυτού που επιθυμεί να καταλύσει (η συλλογική έκφραση
κόντρα στους κανόνες της αγοράς); Η τέχνη που παράγεται στους κόλπους
αυτής της συλλογικότητας δεν είναι άλλο από μια ατέρμονη διεύρυνση των
ορίων του αποδεκτού και καταλήγει αποδεχόμενη τη νέα οριοθέτηση σε μια
μπανάλ αισθητικοποιημένη εκδοχή της πραγματικότητας (π.χ. οι καλλιτέχνες
μιλούν για την ανεργία πουλώντας το έργο
τους). Ο επαναπροσδιορισμός της συλλογικότητας θα επέλθει μόνο όταν η τέχνη ΔΕΝ θα είναι εφικτή με τους όρους που ήδη γνωρίζουμε. Όταν δηλαδή, μέσα από την έννοια αυτή, θα είναι δυνατό να ορίσουμε ένα νέο είδος κοινωνικής συνύπαρξης (η οποία θα στέκεται κριτικά – και αυτοκριτικά – στα μέσα που επικαλείται για να υλοποιηθεί) ή καλύτερα μια νέα ταυτότητα.
Η τέχνη μετατράπηκε σε μια μορφή πολιτικής κριτικής χωρίς να είναι σε θέση να αναγνωρίσει ότι, όντας πολιτικά κρατούμενη στα πλαίσια της καλλιτεχνικής αγοράς, ασκεί μια έντονη κριτική στον ίδιο της τον εαυτό και στον τρόπο που (ανα)παράγεται και διατίθεται στο κοινό. Π.χ. λαμπρότερο παράδειγμα οι επώνυμες, ή λιγότερο, καλλιτεχνικές ομάδες που με το έργο τους επιθυμούν να ασκήσουν κριτική σε διάφορα πολιτικά-κοινωνικά γεγονότα της επικαιρότητας.
Η τέχνη μετατράπηκε σε ένα φάντασμα του εαυτού της, ένα φάντασμα όμως ερχόμενο από το μέλλον. Ο εσωτερικός διχασμός είναι σύμπτωμα μιας τέχνης που δεν δύναται να εκφράσει το υπαρξιακό αδιέξοδο της σύγχρονης κοινωνίας. Ας προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε ΞΑΝΑ τη σημασία της τέχνης σε μια εποχή, στην οποία δυσκολευόμαστε να εντάξουμε τον εαυτό μας στο σύνολο.
τους). Ο επαναπροσδιορισμός της συλλογικότητας θα επέλθει μόνο όταν η τέχνη ΔΕΝ θα είναι εφικτή με τους όρους που ήδη γνωρίζουμε. Όταν δηλαδή, μέσα από την έννοια αυτή, θα είναι δυνατό να ορίσουμε ένα νέο είδος κοινωνικής συνύπαρξης (η οποία θα στέκεται κριτικά – και αυτοκριτικά – στα μέσα που επικαλείται για να υλοποιηθεί) ή καλύτερα μια νέα ταυτότητα.
Η τέχνη μετατράπηκε σε μια μορφή πολιτικής κριτικής χωρίς να είναι σε θέση να αναγνωρίσει ότι, όντας πολιτικά κρατούμενη στα πλαίσια της καλλιτεχνικής αγοράς, ασκεί μια έντονη κριτική στον ίδιο της τον εαυτό και στον τρόπο που (ανα)παράγεται και διατίθεται στο κοινό. Π.χ. λαμπρότερο παράδειγμα οι επώνυμες, ή λιγότερο, καλλιτεχνικές ομάδες που με το έργο τους επιθυμούν να ασκήσουν κριτική σε διάφορα πολιτικά-κοινωνικά γεγονότα της επικαιρότητας.
Η τέχνη μετατράπηκε σε ένα φάντασμα του εαυτού της, ένα φάντασμα όμως ερχόμενο από το μέλλον. Ο εσωτερικός διχασμός είναι σύμπτωμα μιας τέχνης που δεν δύναται να εκφράσει το υπαρξιακό αδιέξοδο της σύγχρονης κοινωνίας. Ας προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε ΞΑΝΑ τη σημασία της τέχνης σε μια εποχή, στην οποία δυσκολευόμαστε να εντάξουμε τον εαυτό μας στο σύνολο.